4024

N. 4024/11 (ΦΕΚ 226 Α/27-10-2011) : Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015.

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Το πρωτότυπο κείμενο είναι διαθέσιμο σε μορφή pdf, για την προβολή του οποίου μπορείτε να ανατρέξετε  στο web site της ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ.

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 1

Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων Δημοσίου

1. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας λόγω επικείμενης συ­νταξιοδότησης του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρ­θρου 33 λογίζεται συντάξιμος και προσμετράται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου. Κατά τη διάρ­κεια της διαθεσιμότητας ο υπάλληλος εξακολουθεί να α­σφαλίζεται για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη στους οικείους φο­ρείς που ήταν ασφαλισμένος κατά το χρόνο που τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, όπου αυτές προβλέπονται, βαρύ­νουν το Δημόσιο, υπολογίζονται επί των συντάξιμων α­ποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 και αποδίδονται στους οικείους φορείς. Οι ανωτέρω συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη και για τον υπολογισμό της σύνταξης του υπαλλήλου.

2.α. Η σύνταξη των προσώπων που εντάσσονται στο μισθολόγιο του Δευτέρου Κεφαλαίου εξακολουθεί να υ­πολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές τους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την προηγουμένη της έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (Α’ 152).

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν εξέλθει της υπηρεσίας από 1.7.2011 έ­ως 31.10.2011.

γ. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρό­ντος νόμου, οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη των προσώπων των προηγούμενων περιπτώσεων, υπολογίζονται επί των ανωτέρω συντάξι­μων αποδοχών.

δ. Οι διατάξεις της περίπτωσης α’ έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έ­χουν εξέλθει της Υπηρεσίας μέχρι την 30ή Ιουνίου 2011, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011.

ε. Η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί να χορηγείται στους συνταξιούχους του Δημοσίου γενικά, που έχουν εξέλθει από την υπηρεσία μέχρι την 31.10.2011 με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 3205/2003 (Α’ 297). Οικογενειακή παροχή που καταβάλλεται με τις συντά­ξεις του Δημοσίου γενικά, για όσους εξέλθουν της υπη­ρεσίας από 1.11.2011 και μετά, υπολογίζεται με τους ό­ρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 17 του παρόντος νόμου.

στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2015.

ζ. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3865/2010 (Α’ 120) αντί των λέξεων «από 1.1.2014» τίθενται οι λέξεις «από 1.1.2016».

3. Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 (Α’ 165) αντικαθίστανται από 1.1.2011 ως εξής:

«7. Υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικοί που έχουν ασφαλισθεί, για κύρια σύνταξη, σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό πριν την 1.1.1993, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο κατά πα­ρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007, εφόσον συμπληρώνουν 15ετή πλήρη πραγμα­τική συντάξιμη υπηρεσία και αποχωρούν με αίτηση τους. Η σύνταξη όμως αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.»

4.  Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 167/2007 (Α’ 208) και 168/2007 (Α’ 209).

5. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, που προστέθηκαν με την παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) αντικαθίστανται, ως εξής:

«12. Δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση η ανάκληση πράξης με την οποία έχει αναγνωρισθεί συντάξιμος χρό­νος με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς ή εισφοράς εξαγοράς ούτε η έκδοση νέας πράξης με την οποία περιορίζεται χρόνος που έχει ήδη αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς ή εισφοράς εξαγοράς, μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2β.

Κατ’ εξαίρεση, αναγνωριστική πράξη που έχει εκδοθεί μπορεί να ανακληθεί στο σύνολο της, μετά από αίτηση του υπαλλήλου οποτεδήποτε, εφόσον ο χρόνος που έχει αναγνωρισθεί με αυτήν μπορεί να χρησιμεύσει για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο Δημόσιο ή σε άλλον ασφαλιστικό φορέα.

Επίσης κατ’ εξαίρεση, και μετά από αίτηση του υπαλ­λήλου, είναι επιτρεπτή η έκδοση τροποποιητικής πρά­ξης, με την οποία περιορίζεται ο χρόνος που έχει ήδη α­ναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1405/1983 εφόσον το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο διαπιστώσει ότι σε αυτόν έχει συνυπολογισθεί και χρόνος που απετέλεσε απαραίτητο προσόν κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου στη δημόσια υπηρεσία και η αναγνώριση του ως συντάξιμου δεν απαιτούσε την κατα­βολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς.

Αναγνωριστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παράγραφος 2 και 20 πα­ράγραφος 4 του ν. 2084/1992 χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση του ενδιαφερομένου για καταβολή εισφο­ράς εξαγοράς για τον αναγνωριζόμενο χρόνο, ανακα­λούνται στο σύνολο τους οποτεδήποτε, είτε μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου είτε οίκοθεν από το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο, όταν αυτό διαπιστώσει το μη σύννομο της έκδοσης τους.

Ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί από τον υπάλληλο για την αναγνώριση του χρόνου που αναφέρεται στις παραπάνω περιπτώσεις δεν επιστρέφονται μετά την πα­ρέλευση πενταετίας από την έκδοση των πράξεων που ανακαλούνται ή τροποποιούνται.»

β. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων αρχίζει από 1.1.2011.

γ. Αιτήσεις για ανάκληση αναγνωριστικών πράξεων ή για περιορισμό χρόνου που έχει ήδη αναγνωρισθεί, οι ο­ποίες έχουν υποβληθεί και εκκρεμούν για εξέταση στις Διευθύνσεις Συντάξεων, καθώς και οι σχετικές πράξεις που έχουν ήδη εκδοθεί και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο στις Διευθύνσεις Συντάξεων, τίθενται στο αρχείο, με εξαίρεση όσες αιτήσεις έχουν υποβληθεί εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2β του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007.

6.  Η διάταξη της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του π.δ. 169/2007 αντικαθίσταται ως ε­ξής:

«β) στο προσωπικό εσωτερικής φύλαξης και εξωτερι­κής φρούρησης των γενικών, ειδικών και θεραπευτικών καταστημάτων κράτησης και των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων,».

7. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν.3865/2010 (Α’ 120) αντικαθίσταται από της ι­σχύος του ως εξής:

«Οι ασφαλιστικές εισφορές για κύρια και επικουρική σύνταξη (εργοδότη και ασφαλισμένου) που έχουν κατα­βληθεί στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ για το παραπάνω χρο­νικό διάστημα αποδίδονται στο Δημόσιο και τα Μετοχικά Ταμεία κατά περίπτωση, εντός εξαμήνου από την κοινο­ποίηση σε αυτά της σχετικής πράξης αναγνώρισης.»

8. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Πρόσωπο του οποίου λήγουν τα καθήκοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δικαιούται να μεταφέρει στον ελλη­νικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης που είχε υπαχθεί πριν την ανάληψη υπηρεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή που υπήχθη μετά τη λήξη των καθηκόντων του, το ασφαλι­στικό στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων σύνταξης που είχε αποκτήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που τυχόν είχε μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα αυτής. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασφαλιστικό χρόνο σε ελληνι­κό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, το ανωτέρω ασφαλι­στικό στατιστικό ισοδύναμο μεταφέρεται στο ασφαλιστι­κό καθεστώς του ΙΚΑ.»

9. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης ί της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 α­ντικαθίστανται ως εξής:

«ί. για ποσά αναλογιστικού ισοδύναμου που έχουν ήδη μεταφερθεί στο συνταξιοδοτικό σύστημα των υπαλλή­λων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι την ημερομηνία ι­σχύος των διατάξεων του νόμου αυτού, νοείται η ημερο­μηνία έκδοσης της σχετικής τραπεζικής εντολής, βάσει της οποίας πιστώθηκε ο αντίστοιχος τραπεζικός λογα­ριασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

10.α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημο­σίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύ­ριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμε­νου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύ­ριας σύνταξης τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.

β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύ­νταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπό­ψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξο­μάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α’ 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, α­φαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συ­νταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύ­ει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α ‘ του ίδιου άρ­θρου και νόμου.

γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην πε­ρίπτωση α ‘ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξη τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρ­θρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α’ 209) ή συ­νταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α’ 120) και 1977/1991 (Α’ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέ­κνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α ‘, εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτε­πάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.

δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α’ διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.

ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν πε­ρισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου ε­δαφίου της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.

στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέ­ρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημο­σίου.

ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημό­σιο.

11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ε­φαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθε­στώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλή­λων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σι­δηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α’ 276).

 

Άρθρο 2

Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών φορέων

1. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργεί­ου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δεν έ­χουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υ­περβαίνει τα 1.000 ευρώ.

Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συ­νολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χο­ρηγείται από το ETAT και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος.

Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακρά­τηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ.11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (ΑΊ52).

Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώ­τη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο συ­μπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας.

Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λό­γω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωίδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α’ 68) και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α’ 165) ή πρόκειται για θύματα τρομοκρα­τικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών ή είναι συνταξιούχοι του ν. 3185/2003 (Α’ 229) ή του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α’48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγρά­φου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α’ 129), καθώς και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς υπερβαρέων επαγγελμάτων, όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον έτη πραγματικής ασφάλισης και συνταξιούχοι του NAT.

Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος.

2.  Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργεί­ου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι δεν ε­μπίπτουν στην μείωση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Η ανωτέρω μεί­ωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύ­ριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ETAT και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτι­κού καθεστώτος.

Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακρά­τηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ.11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011.

Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λό­γω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωίδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 30 του ν. 2084/ 1992 ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών, ή είναι συνταξιούχοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α’48), όπως τροποποιή­θηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α’ 129).

Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος.

3.  Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), το τμήμα της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο, μετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Ει­σφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της πα­ραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ, μειώνεται κατά ποσο­στό 30%. Το ποσό της σύνταξης μετά την ανωτέρω μεί­ωση, δεν δύναται να υπολείπεται των 150 ευρώ.

4.  Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕ-ΚΩ, των Τομέων «ΤΕΑΠ-ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕ-ΚΩ και στους συνταξιούχους του ETAT που λαμβάνουν μόνο επικουρική σύνταξη, καθώς και στους συνταξιού­χους του ETAT στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ETAT και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού κα­θεστώτος, το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 15% και για τους συνταξιού­χους του Μ.Τ.Π.Υ. κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση ε­φαρμογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Ει­σφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το Μ.Τ.Π.Υ., το τμήμα του μερίσματος που, μετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ μηνιαί­ως, μειώνεται κατά 50%.

5. Τα εισπραττόμενα ποσά από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες δύο παραγράφους μειώσεις αποτελούν πόρο των ανωτέρω φορέων – τομέων.

6.  Η παράγραφος 5.α του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«5.α. Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δη­μοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλι­σης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, που εξήλθαν της Υπηρεσίας, από 1.1.2010 μέχρι και την 31.12.2010, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μει­ώνεται κατά ποσοστό 15% και 25% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του ε­φάπαξ βοηθήματος.

Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλισης Προ­σωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας, από 1.1.2011 και μετά, το ποσό του εφά­παξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφω­να με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 20% και 30% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκ­δοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθή­ματος.

Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Προσωπι­κού Εμπορικής Τράπεζας του ΤΑΥΤΕΚΩ που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας από 1.8.2011 και μετά το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγεί το Ταμείο αυτό, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 30% σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος.»

7.  Η παράγραφος 12 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος της ως εξής:

« 12. α) Από 1.8.2011, οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 εφαρμόζονται στο 50% του συνολικού ποσού κύ­ριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ETAT και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδο-τικού καθεστώτος. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α Ί15).

β) Η παράγραφος 13 καταλαμβάνει από 1.9.2011 και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύ­νταξης, που χορηγείται από το ETAT και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος.»

8. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η προβλεπόμενη εισφορά των ασφαλισμένων του Ε-ΤΑΑ αποδίδεται στον ΟΑΕΔ έως 31.12.2011 ανεξαρτή­τως εάν αυτά τα ποσά έχουν εισπραχθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή από το φορέα.»

9. Στο τέλος του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 προστί­θεται παράγραφος 8, ως εξής:

«8. Από το Λογαριασμό της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων που τηρείται στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) δύνανται να μεταφέρονται ποσά μέχρι του ύψους των τριάντα πέντε εκατομμυ­ρίων ευρώ ετησίως για τη χρηματοδότηση και υλοποίηση προγραμμάτων «Βοήθεια στο Σπίτι». Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται κάθε φορά το ύψος του ποσού χρηματοδότησης, το πρόγραμ­μα που θα υλοποιηθεί, οι αποδέκτες και κάθε άλλο θέμα σχετικά με τη διαδικασία μεταφοράς του ποσού.»

10. Στην περίπτωση α ‘ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 3863/2010 (Α’115) η ημερομηνία «1.1.2014» α­ντικαθίσταται από την ημερομηνία «1.1.2016».

11.  Στο τέλος του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν.3986/2011 (Α’ 152) προστίθενται οι λέξεις «, ενώ για το προσωπικό που είναι ασφαλισμένο στα Μετοχικά Ταμεία των Ενόπλων Δυνάμεων, η εισφορά αυτή αποδίδεται υπέρ των εν λό­γω Ταμείων.»

12. α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του ν. 3607/2007 (Α’ 245) τροποποιείται ως ακολούθως:

«3. Η εποπτεία και ο έλεγχος της εταιρίας ασκείται α­πό το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.»

β) Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του ν. 3607/2007 τροποποιείται ως ακολούθως:

« 1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας μεταβιβάζεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το οποίο για την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων εκπροσω­πείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφά­λισης. Οι μετοχές της Εταιρίας είναι προσωπικές και α­μεταβίβαστες. Η ανωτέρω μεταβίβαση του μετοχικού κε­φαλαίου απαλλάσσεται από πάσης φύσεως φόρους, τέ­λη ή εισφορές υπέρ τρίτων.»

γ) Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ν. 3607/2007 τροποποιείται ως ακολούθως:

«2. Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, το νέο κεφάλαιο αναλαμβάνεται: α) από το Μοναδικό μέ­τοχο ή β) από το Ελληνικό Δημόσιο ή γ) από έτερους φο­ρείς κοινωνικής ασφάλισης που λειτουργούν ως Ν.Π.Δ.Δ. και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργεί­ου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σε ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου. Οι όροι και οι προ­ϋποθέσεις καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.»

δ) Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του άρθρου πέμπτου του ν. 3607/2007 «Καταστατικό της Η.ΔΙ.ΚΑ. Α.Ε.» τρο­ποποιείται ως ακολούθως:

« 1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ορίζεται στο ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και διαι­ρείται σε εξήντα χιλιάδες (60.000) ονομαστικές, αμετα­βίβαστες μετοχές, ονομαστικής αξίας πενήντα (50) ευρώ η καθεμία. Το μετοχικό κεφάλαιο μεταβιβάζεται εξ ολο­κλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το ο­ποίο για την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων εκ­προσωπείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.»

ε) Η παράγραφος 4 του άρθρου 9 του άρθρου πέμπτου του ν. 3607/2007 «Καταστατικό της Η.ΔΙ.ΚΑ. Α.Ε.» τρο­ποποιείται ως ακολούθως:

«4. Επικυρωμένο αντίγραφο των πρακτικών της Γενι­κής Συνέλευσης υποβάλλεται μέσα σε είκοσι (20) ημέ­ρες στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Υπουρ­γείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.»

στ) Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 11 του άρθρου πέμπτου του ν. 3607/2007 «Καταστατικό της Η.ΔΙ.ΚΑ. Α.Ε.» τροποποιούνται ως ακολούθως:

« 1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε (5) μέλη ως ακολούθως: τον Πρόεδρο, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, έναν (1) εκπρόσωπο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έναν (1) ειδικό επιστήμονα, έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

2. Ο Πρόεδρος, ο Διευθύνων Σύμβουλος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται και παύονται αζη­μίως για το Δημόσιο και την Εταιρεία με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από εισήγηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.»

ζ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνι­κής Ασφάλισης καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες, κατόπιν αιτήσεως του, το υπηρετούν κατά τη ψήφιση του νόμου προσωπικό της Εταιρείας δύναται να μετατάσσεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

 

Άρθρο 3

Θέματα Μ.Τ.Π.Υ.

1.  α. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το Με­τοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) υπάγε­ται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοι­νωνικής Ασφάλισης.

β. Όπου στο π.δ. 422/1981 (ΑΊ14) προβλέπεται αρμο­διότητα του Υπουργού Οικονομικών για έκδοση ατομι­κής διοικητικής πράξης ή κανονιστικής απόφασης ή για πρόταση προεδρικού διατάγματος, η αρμοδιότητα αυτή ασκείται εφεξής από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινω­νικής Ασφάλισης.

γ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του π.δ. 422/1981 καταργείται.

δ. Η περίπτωση β ‘ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ. 422/1981 αντικαθίσταται ως εξής:

«β) Ενός υπαλλήλου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με Βαθμό Α».

2.  Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 39 του π.δ. 422/ 1981 (Α’ 114) αντικαθίστανται ως εξής:

«3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνι­κής Ασφάλισης δύναται να κανονίζεται η πληρωμή των μερισμάτων κατά μήνα και να καθορίζονται ο χρόνος, ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέ­ρεια πληρωμής των μερισμάτων.»

3.  Το άρθρο 49 του π.δ.422/1981, όπως αντικαταστά­θηκε από το άρθρο 3 παρ. 1 του Κεφαλαίου Γ” του ν. 3336/2005 «Εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 περί επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανά­λωσης και άλλες διατάξεις» (Α’ 96), όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 8 του ν. 3517/2006 (Α’ 271), αντι­καθίσταται ως εξής:

 

«Άρθρο 49

Νέος τρόπος υπολογισμού μερίσματος του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων

1.  Το μηνιαίο μέρισμα (Μ) των μετόχων του Μ.Τ.Π.Υ. είναι ίσο με το άθροισμα:

α) του 20% του βασικού μισθού με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας επί τα έτη συμμετοχής στην ασφάλιση του Ταμείου, δια 35, επί τον συντελεστή προσαρμογής (Σ) 0,8075 (α’ υπομέρισμα) και

β) του 20% των «τυχόν άλλων αποδοχών» επί τα έτη συμμετοχής εκάστων στην ασφάλιση του Ταμείου, δια 35, επί το συντελεστή προσαρμογής (Σ) 0,8075 (β’ υπο­μέρισμα).

2.  Απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τον κανονισμό του μερίσματος, ο βασικός μι­σθός, το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και οι τυχόν άλλες αποδοχές, είναι να έχουν υποβληθεί οι αποδοχές αυτές στη προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 περίπτωση α’ του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύ­ει, κράτηση υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ.. Ουδεμία μισθολογική α­πολαβή ή τμήμα της δεν λαμβάνεται υπόψη για το κανονισμό, εάν δεν έχει υποβληθεί στην κράτηση που προα­ναφέρεται.

3. Ως βασικός μισθός για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλι­μακίου ή βαθμού που έφερε ο υπάλληλος κατά την έξο­δο του από την υπηρεσία μαζί με το επίδομα χρόνου υ­πηρεσίας, τα οποία υπολογιζόμενα σύμφωνα με την πα­ράγραφο 1 δίνουν ποσό α’ υπομερίσματος.

4. Ως «τυχόν άλλες αποδοχές» νοούνται τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του π.δ. 169/2007 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτι­κών Συντάξεων (Α’ 210), αναλόγως των ετών κατά τα ο­ποία διενεργήθηκε επ’ αυτών, η προβλεπόμενη από το άρθρο 26 παρ. 1 περίπτωση α’ του π.δ. 422/1981, όπως εκάστοτε ισχύει, κράτηση υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. και οι οποίες υπολογιζόμενες σύμφωνα με την παράγραφο 1 δί­νουν ποσό β ‘ υπομερίσματος.

5.  Το άθροισμα των ποσών των υπομερισμάτων της παραγράφου 1, όπως αναλύονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου, αποτελεί το συνολικό ποσό του δικαιούμενου μερίσματος, σύμφωνα με τους ακό­λουθους μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι βέβαια μπορεί να αναπτυχθούν σε περισσότερους ανάλογα με τα κατά περίπτωση επιδόματα-αποζημιώσεις:

α) α ‘ υπομέρισμα =

20% * (ΒΜ + επίδομα χρόνου υπηρεσίας) * [ Ετη/35] * Σ

β) β ‘ υπομέρισμα =

20% * («τυχόν άλλες αποδοχές») * [Ετη/35] * Σ

Μηνιαίο μέρισμα (Μ) = (α’ υπομέρισμα+β’ υπομέρι­σμα).

6.  Εάν κατά την τελευταία διετία συμμετοχής επήλθε για οποιονδήποτε λόγο προσωπική μισθολογική προς τα άνω μεταβολή, υποχρεούται ο μέτοχος να συμπληρώσει τις υπέρ Μ.Τ.Π.Υ. κρατήσεις για ολόκληρη τη διετία αυ­τή, βάσει των αποδοχών της τελευταίας ημέρας συμμε­τοχής του.

7.  Ο συντελεστής προσαρμογής της παραγράφου 1, καθώς και το κατώτατο όριο μηνιαίου μερίσματος μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που δημοσιεύεται στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως μετά από γνώμη του Διοικητι­κού Συμβουλίου του Μ.Τ.Π.Υ..»

4. Αιτήσεις μετόχων των οποίων ο χρόνος συμμετοχής τους στην ασφάλιση του Μ.Τ.Π.Υ. λήγει την προηγούμε­νη της ημερομηνίας δημοσίευσης του παρόντος εξετά­ζονται με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΥΣΤΗΜΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΑΓΩΓΩΝ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Α  ΚΑΙ Β  ΒΑΘΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

1. Στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλλη­λοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρό­νου (ΙΔΑΧ):

α) του Δημοσίου,

β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού,

γ) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Γε­ωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α).

Επίσης υπάγονται:

α) οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθ­μιας εκπαίδευσης,

β) οι υπάλληλοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Εμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας,

γ) οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου και οι μόνιμοι αγροτι­κοί ιατροί,

δ) οι υπάλληλοι της Βουλής, σύμφωνα με τα ειδικότε­ρα οριζόμενα στον Κανονισμό της, και της Προεδρίας της Δημοκρατίας με την επιφύλαξη των οριζομένων στο π.δ. 351/1991 (Α’ 121), όπως ισχύει,

ε) οι διοικητικοί υπάλληλοι των Ανεξάρτητων Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογι­στικής Τυποποίησης και Ελέγχων,

στ) οι υπάλληλοι των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων (Π.Ε.Δ.), της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.) και της Ενωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝ.Π.Ε.),

ζ) οι υπάλληλοι και, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, οι θρησκευτικοί λειτουργοί των νομικών προσώπων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, των εξομοιούμενων προς αυτά κατά την παρά­γραφο 3, του άρθρου 63, του ν.3801/2009 (Α’ 163) των λοιπών εκκλησιών, δογμάτων και κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος γνωστών θρησκειών, που επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

2. Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέ­ως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, καθώς και οι κατηγορίες υπαλλήλων ή λειτουργών που υπάγο­νται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Μέρους Β’ του ν. 3205/2003 (Α’ 297) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17.

 

Άρθρο 5

Θέματα κινητικότητας των Υπαλλήλων του Κράτους

1. Οι υπάλληλοι, μόνιμοι και με σχέση εργασίας ιδιωτι­κού δικαίου αορίστου χρόνου, που υπηρετούν σε υπηρε­σίες της κεντρικής ή αποκεντρωμένης διοίκησης, διοι­κούνται, όσον αφορά τα θέματα κινητικότητας μεταξύ υ­πηρεσιών διαφορετικών υπουργείων ή αποκεντρωμένων διοικήσεων, από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμι­σης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και τον οικείο, κα­τά περίπτωση, Υπουργό.

2.  Οι υπάλληλοι αυτοί μπορούν να μετακινούνται στις υπηρεσίες των υπουργείων και των αποκεντρωμένων δι­οικήσεων, με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και των οικείων κατά περίπτωση Υπουργών των υπηρεσιών προέλευσης και υποδοχής των υπαλλήλων, για συγκε­κριμένο χρόνο που ορίζεται με την απόφαση αυτή, λαμ­βανομένων υπόψη των υφιστάμενων υπηρεσιακών ανα­γκών και της κατηγορίας, κλάδου και ειδικότητας των υ­παλλήλων που μετακινούνται.

3.  Η εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών για την ε­φαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου γίνεται

κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα προσωπικού, κάθε δύο έτη, από τριμελές Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται με απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, από Αντιπρόεδρο ή Πρόεδρο Τμήματος του ΑΣΕΠ, ο οποίος προεδρεύει και δύο υπαλλήλους, οι οποίοι ασκούν καθή­κοντα προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων των Υπουρ­γείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Δια­κυβέρνησης και Οικονομικών. Με κοινή απόφαση των προαναφερόμενων Υπουργών ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στη συγκρότηση και λειτουργία του εν λόγω Συμβουλίου, στη διαδικασία της μετακίνη­σης λαμβανομένου υπόψη και του συμφέροντος του υ­παλλήλου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

 

Άρθρο 6

Σύστημα Βαθμολογικής Κατάταξης

1. Οι θέσεις όλων των κατηγοριών εκπαίδευσης – Πα­νεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαί­δευσης (TE), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) – κατατάσσονται σε έξι (6) συνολικά βαθμούς, κατά φθίνουσα σειρά, ως εξής:

Βαθμός Α

Βαθμός Β

Βαθμός Γ

Βαθμός Δ

Βαθμός Ε

Βαθμός ΣΤ.

2.  Οι θέσεις προσωπικού της κατηγορίας Ειδικών Θέ­σεων (ΕΘ) κατατάσσονται στους βαθμούς 1ο και 2ο και αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατά­ξεις.

3. Εισαγωγικός βαθμός για όλες τις κατηγορίες εκπαί­δευσης προσωπικού είναι ο Βαθμός ΣΤ με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και καταληκτι­κός, ο Βαθμός Α για την ΓΙΕ και TE κατηγορία, ο Βαθμός Β για τη ΔΕ κατηγορία και ο Βαθμός Γ για την ΥΕ κατη­γορία.

4.  Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος συναφούς με τα αντικείμενα, στα οποία είναι δυνατόν, κατά τις οργα­νικές διατάξεις της υπηρεσίας τους, να απασχοληθούν, κατατάσσονται, ως δόκιμοι στο Βαθμό Δ.

Οι κάτοχοι αναγνωρισμένου μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, συναφούς με τα αντικείμενα, στα οποία είναι δυνατόν, κατά τις οργανικές διατάξεις της υπηρεσίας τους, να απασχοληθούν, κατατάσσονται, ως δόκιμοι στο Βαθμό Ε.

Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημό­σιας Διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατατάσσονται, ως μόνιμοι, στο Βαθμό Δ. Ο χρόνος φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), με την αποφοίτηση τους, θεωρείται ως χρόνος επιτυχούς δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Οι υπάλληλοι που έχουν πριν το διορισμό ή την πρό­σληψη τους αποδεδειγμένη προϋπηρεσία στο δημόσιο τομέα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει διανυθεί με τα ίδια ή αντίστοιχα τυπικά προ­σόντα της κατηγορίας στην οποία ανήκουν κατά το χρό­νο της ένταξης, μπορούν να την αναγνωρίσουν για τη βαθμολογική και μισθολογική τους ένταξη, μετά τη μονι­μοποίηση τους ή τη συνέχιση της απασχόλησης τους, μέχρι επτά (7) έτη κατ ‘ ανώτατο όριο, ύστερα από ου­σιαστική κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου.

Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρε­σία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δη­μοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ.Α., με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική και μισθολογική εξέ­λιξη.

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, μπορεί να προβλέπεται η αναγνώριση για βαθμολογική και μι­σθολογική ένταξη και της προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέ­χρι επτά (7) έτη, κατ’ ανώτατο όριο και υπό τις προϋπο­θέσεις που ορίζονται στο εδάφιο πέμπτο της παρούσας παραγράφου. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίζεται ο τρόπος και οι προϋποθέσεις αναγνώρισης αντίστοιχης προϋπη­ρεσίας και για τους υπηρετούντες, κατά την έναρξη ι­σχύος του διατάγματος, υπαλλήλους και ρυθμίζεται κά­θε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου.

Σωρευτικά η αναγνώριση προϋπηρεσίας από το δημό­σιο και ιδιωτικό τομέα, καθώς και από θέσεις αιρετών ή μετακλητών δημοσίων υπαλλήλων, δεν δύναται να ξεπερνά τα επτά (7) έτη.

Ο χρόνος που διανύθηκε σε αιρετή ή μετακλητή θέση μετά το διορισμό του δημοσίου υπαλλήλου εφόσον ανα­γνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας, λογίζεται ότι διανύθηκε σε θέση προϊσταμένου ορ­γανικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης.

Στην περίπτωση που συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες από μία από τις παραπάνω ρυθμίσεις, ε­φαρμόζεται η ευνοϊκότερη ρύθμιση, καθώς και η μισή χρονική ρύθμιση της επόμενης ευνοϊκότερης ρύθμισης.

5.  Οι υπάλληλοι όλων των κατηγοριών διανύουν δοκι­μαστική περίοδο δύο ετών, στο βαθμό που εισάγονται.

Μετά το πέρας της δοκιμαστικής αυτής περιόδου, ο υ­πάλληλος μονιμοποιείται ή συνεχίζει να απασχολείται ε­φόσον πρόκειται για προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιω­τικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφόσον:

α) στην έκθεση αξιολόγησης του εξασφαλίζει, με βάση τη βαθμολόγηση της απόδοσης του και της υλοποίησης της στοχοθεσίας, καθώς και τη βαθμολόγηση των λοι­πών κριτηρίων αξιολόγησης στο σύστημα αξιολόγησης όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, βαθμολογία μεγαλύτερη της βάσης και

β) κριθεί από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο επιτυ­χής η δοκιμαστική του υπηρεσία.

Εφόσον ο δόκιμος υπάλληλος μονιμοποιηθεί, προάγε­ται στο Βαθμό Ε, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

6.  Σε περίπτωση που το υπηρεσιακό συμβούλιο κρίνει τον υπάλληλο μη ικανό να μονιμοποιηθεί ή να συνεχίσει την απασχόληση του, ο υπάλληλος απολύεται. Το υπη­ρεσιακό συμβούλιο μπορεί, κατά περίπτωση, να αποφα­σίσει, άπαξ, την παράταση της δοκιμαστικής υπηρεσίας του υπαλλήλου από έξι (6) μέχρι δώδεκα (12) μήνες, ε­φόσον, με βάση την έκθεση αξιολόγησης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου του, δεν προκύπτει σαφώς η κα­ταλληλότητα του κρινόμενου προκειμένου να μονιμοποιηθεί ή να συνεχίσει να απασχολείται. Σε αυτή την περίπτωση, μετά τη λήξη της παράτασης της δοκιμαστικής υ­πηρεσίας, ο υπάλληλος επαναξιολογείται. Το υπηρεσια­κό συμβούλιο, κατά την επανάκριση, καλεί σε συνέντευ­ξη τον υπάλληλο. Για την περίοδο αυτή ο υπάλληλος δεν εξελίσσεται μισθολογικά.

 

Άρθρο 7

Σύστημα Βαθμολογικής Εξέλιξης

1. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό, που διενερ­γείται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο μία φορά το χρόνο, λαμβάνεται υπόψη:

α) η αξιολόγηση του υπαλλήλου στο πλαίσιο του συ­στήματος αξιολόγησης και συγκεκριμένα:

αα) η απόδοση του που μετράται με βάση το βαθμό ε­πιτυχούς ή μη υλοποίησης της στοχοθεσίας και

ββ) οι διοικητικές ικανότητες του και η συμπεριφορά στην υπηρεσία,

β) το ανώτατο ποσοστό, επί τοις εκατό, προαγωγής στον επόμενο βαθμό, των κρινόμενων υπαλλήλων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και

γ) ο προβλεπόμενος ελάχιστος χρόνος παραμονής στο βαθμό, όπως ορίζεται ειδικότερα στη παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπάλληλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 12, δεν ε­ξελίσσεται μισθολογικά δεν συνυπολογίζεται για τον υ­πολογισμό του ελάχιστου χρόνου παραμονής στο βαθ­μό.

2.  Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό, η απόδοση του κρινόμενου υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη σε ποσο­στό 70% τουλάχιστον επί του συνόλου, που αφορά στα λοιπά κριτήρια αξιολόγησης των ουσιαστικών και άλλων προσόντων, όπως ορίζονται ειδικότερα από το σύστημα αξιολόγησης. Προκειμένου για την προαγωγή από το Βαθμό Β στο Βαθμό Α το ποσοστό αυτό είναι 80% του­λάχιστον.

3.  Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η ικανότητα, η απόδοση ι­δίως σε σχέση με τους προβλεπόμενους στόχους, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο μονάδας και η συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία, αποτελούν αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως αξιολόγησης, που συντάσσεται κάθε χρόνο.

4.  Με το προεδρικό διάταγμα, που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου:

α) καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απαι­τείται αξιολόγηση, ο χρόνος έναρξης και λήξης της αξιο­λόγησης, τα όργανα, η διαδικασία και ο τύπος αξιολόγησης, καθώς και η βαρύτητα των επί μέρους κριτηρίων για την προαγωγική εξέλιξη, για την επιλογή του υπαλλήλου σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων οποιουδή­ποτε επιπέδου, για την αξιολόγηση της θητείας των προϊσταμένων στις θέσεις ευθύνης, καθώς και η συμμε­τοχή του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚ-ΔΔΑ) στη διαδικασία της αξιολόγησης,

β) προβλέπεται η διαδικασία συγκρότησης των Συμ­βουλίων Αξιολόγησης κατά φορέα, που διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης και έ­χουν δυνατότητα επανεξέτασης της αξιολόγησης ή ανα­πομπής της στα όργανα αξιολόγησης των προηγούμε­νων επιπέδων,

γ) μπορεί να παρέχεται η δυνατότητα και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις άσκησης προσφυγής του ενδιαφε­ρόμενου ενώπιον του οικείου Συμβουλίου Αξιολόγησης και

δ) μπορεί να προβλέπονται τα όργανα και οι διαδικα­σίες διασφάλισης της ορθής εφαρμογής του συστήμα­τος αξιολόγησης και ελέγχου της ορθής και ομοιόμορ­φης εφαρμογής του σε όλες τις υπηρεσίες και φορείς στους οποίους αυτό εφαρμόζεται, σύμφωνα με τις δια­τάξεις του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

5. Υφιστάμενα ειδικά συστήματα αξιολόγησης και συ­στήματα επιλογής προϊσταμένων για τις κατηγορίες προσωπικού, όπως υπάλληλοι του διπλωματικού κλάδου και οι εξομοιούμενοι με αυτόν μισθολογικά ή βαθμολογι­κά κλάδοι του Υπουργείου Εξωτερικών, περιλαμβανομέ­νου και του κλάδου Συμβούλων και Γραμματέων Επικοι­νωνίας της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενη­μέρωσης, των εκπαιδευτικών, των δικαστικών υπαλλή­λων, των κληρικών, των ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου και των μόνιμων αγροτικών ιατρών, μπορούν να διατηρού­νται σε ισχύ με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται μετά από πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθ­μισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, εντός αποκλειστικής προθε­σμίας δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζο­νται και στις κατηγορίες προσωπικού της παρούσας πα­ραγράφου.

6. Οι προαγωγές από βαθμό σε βαθμό, για όλες τις κα­τηγορίες προσωπικού, γίνονται με βάση ποσόστωση επί των κάθε φορά κρινόμενων, ως εξής:

–  Από τον Εισαγωγικό Βαθμό ΣΤ στο Βαθμό Ε: μέχρι και 100% των κρινόμενων υπαλλήλων.

– Από το Βαθμό Ε στο Βαθμό Δ: μέχρι και 90% των κρι­νόμενων υπαλλήλων.

– Από το Βαθμό Δ στο Βαθμό Γ: μέχρι και 80% των κρι­νόμενων υπαλλήλων.

– Από το Βαθμό Γ στο Βαθμό Β: μέχρι και 70% των κρι­νόμενων υπαλλήλων.

– Από το Βαθμό Β στο Βαθμό Α: μέχρι και 30% των κρι­νόμενων υπαλλήλων.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρ­ρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομι­κών, η οποία εκδίδεται μετά από εκτίμηση τόσο των υπη­ρεσιακών αναγκών όσο και των δημοσιονομικών δυνατο­τήτων τουλάχιστον ανά διετία, τα προαναφερόμενα πο­σοστά μπορούν να καθορίζονται χαμηλότερα. Στις περι­πτώσεις που ο υπάλληλος τύχει αρνητικής κρίσης για προαγωγή, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, χάνει το δικαίωμα συμμετοχής στην κρίση για προαγωγή για τα επόμενα δύο (2) έτη. Ε­πίσης χάνει το δικαίωμα προαγωγής και στην περίπτωση που δεν εξελίσσεται μισθολογικά, σύμφωνα με το εδά­φιο δεύτερο του στοιχείου γ’ της παραγράφου 1 του πα­ρόντος άρθρου.

7. Ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για την προαγω­γή από βαθμό σε βαθμό, είναι:

α) Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Π Ε και TE:

Από το Βαθμό ΣΤ στο Βαθμό Ε, δύο (2) έτη

Από το Βαθμό Ε στο Βαθμό Δ, τέσσερα (4) έτη

Από το Βαθμό Δ στο Βαθμό Γ, τέσσερα (4) έτη

Από το Βαθμό Γ στο Βαθμό Β, τέσσερα (4) έτη

Από το Βαθμό Β στο Βαθμό Α (καταληκτικός βαθμός):

αα) για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΠΕ, έξι (6) έ­τη και

ββ) για τους υπαλλήλους της κατηγορίας TE, οκτώ (8) έτη.

β) Για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΔΕ:

Από το Βαθμό ΣΤ στο Βαθμό Ε, δύο (2) έτη

Από το Βαθμό Ε στο Βαθμό Δ, έξι (6) έτη

Από το Βαθμό Δ στο Βαθμό Γ, έξι (6) έτη

Από το Βαθμό Γ στο Βαθμό Β (καταληκτικός βαθμός), οκτώ (8) έτη.

γ) Για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΥΕ:

Από το Βαθμό ΣΤ στο Βαθμό Ε, δύο (2) έτη

Από το Βαθμό Ε στο Βαθμό Δ, δέκα (10) έτη

Από το Βαθμό Δ στο Βαθμό Γ (καταληκτικός βαθμός), δέκα (10) έτη.

 

Άρθρο 8

Διαδικασία προαγωγής-πίνακες προακτέων

1. Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του υ­πηρεσιακού συμβουλίου. Για την προαγωγή υπαλλήλων στον αμέσως επόμενο βαθμό, είναι απαραίτητη η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.

2.  Το υπηρεσιακό συμβούλιο το Μάιο κάθε έτους κα­ταρτίζει πίνακα προακτέων κατά βαθμό, κλάδο και ειδι­κότητα, καθώς και πίνακες μη προακτέων. Για την εγγρα­φή στους πίνακες αυτούς κρίνονται οι υπάλληλοι που πληρούν ως τις 31 Μαΐου του επόμενου έτους τις απαι­τούμενες προϋποθέσεις. Η εγγραφή γίνεται κατά φθί­νουσα σειρά με βάση το μέσο όρο της τελικής βαθμολο­γίας των εκθέσεων αξιολόγησης του υπαλλήλου που συ­ντάχθηκαν στο βαθμό που κατέχει ο υπάλληλος. Η ισχύς των πινάκων αρχίζει την 1η Ιουνίου του έτους κατάρτι­σης τους, ανεξάρτητα από την ημερομηνία οριστικοποίη­σης τους.

3.  Η προαγωγή των υπαλλήλων που περιλαμβάνονται στους πίνακες προακτέων γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 7 του παρόντος Κεφαλαίου. Τυχόν δεκαδικός αριθμός στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραιη μονάδα, εφό­σον το κλάσμα είναι ίσο τουλάχιστον με μισό της μονά­δας. Η προαγωγή θωρείται ότι συντελείται από την ημέ­ρα που συμπληρώνει ο υπάλληλος τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, πο­τέ όμως πριν την έναρξη ισχύος του οικείου πίνακα προ­ακτέων. Οι υπάλληλοι που συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες προακτέων, αλλά δεν προάγονται μετά την κρί­ση του υπηρεσιακού συμβουλίου, κρίνονται εκ νέου για προαγωγή το επόμενο έτος, με την επιφύλαξη των δια­τάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 7.

4. Στους πίνακες μη προακτέων περιλαμβάνονται οι υ­πάλληλοι που κρίνονται ως μη προακτέοι. Ως μη προακτέοι κρίνονται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του υ­πηρεσιακού συμβουλίου, βάσει πραγματικών στοιχείων Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται σε πίνακα μη προα­κτέων στερούνται του δικαιώματος για προαγωγή για τα επόμενα δύο (2) έτη.

 

Άρθρο 9

Έλεγχος νομιμότητας πινάκων προακτέων

1. Οι πίνακες προακτέων, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 8, υποβάλλονται για κύρωση μέσα σε δέκα (10) ημέρες στον οικείο Υπουργό ή στο αρμόδιο όργανο του οικείου ΟΤΑ ή στο ανώτατο όργανο διοίκησης του οικείου Ν.Π.Δ.Δ.. Το αρμόδιο όργανο εξετάζει μόνο τη νο­μιμότητα της διαδικασίας κατάρτισης των πινάκων και, ε­φόσον διαπιστώσει παράβαση των σχετικών διατάξεων, αναπέμπει τους πίνακες στο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο υποχρεούται να αποφασίσει εντός δέκα (10) ημε­ρών.

2. Οι πίνακες που καταρτίζονται σύμφωνα με τα ανω­τέρω είναι οριστικοί και ανακοινώνονται στις αρμόδιες υ­πηρεσίες.

 

Άρθρο 10

Προϋποθέσεις επιλογής σε θέσεις ευθύνης

1. Υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν προαχθεί στο Βαθμό Α έχουν δικαίωμα επιλογής για θέσεις ευθύνης:

α) Οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, εφόσον σωρευτικά:

αα) έχουν επιτύχει στην υλοποίηση της στοχοθεσίας, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την επιλογή,

ββ) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου οργανι­κής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης,

γγ) ανήκουν στην κατηγορία προσωπικού ΠΕ.

β) Οργανικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης ή Τμήμα­τος, εφόσον σωρευτικά:

αα) έχουν επιτύχει στην υλοποίηση της στοχοθεσίας, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την επιλογή,

ββ) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου οργανι­κής μονάδας επιπέδου Τμήματος, εφόσον πρόκειται να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέ­δου Διεύθυνσης και

γγ) ανήκουν στις κατηγορίες προσωπικού ΠΕ ή TE.

2. Υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν προαχθεί στο Βαθμό Β έχουν δικαίωμα επιλογής για θέσεις ευθύνης:

α) Οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης εφόσον, σωρευτικά:

αα) έχουν επιτύχει στην υλοποίηση της στοχοθεσίας, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την επιλογή,

ββ) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου οργανι­κής μονάδας επιπέδου Τμήματος εφόσον πρόκειται να ε­πιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης και Διεύθυνσης εφόσον πρόκειται να επιλε­γούν ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου Γε­νικής Διεύθυνσης,

γγ) ανήκουν στην κατηγορία προσωπικού ΠΕ εφόσον πρόκειται να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μο­νάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνησης και κατηγορίες προσωπικού ΠΕ ή TE εφόσον πρόκειται να επλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης.

β) Οργανικής μονάδας Επιπέδου Τμήματος, εφόσον, σωρευτικά:

αα) έχουν επιτύχει στην υλοποίηση της στοχοθεσίας, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την επιλογή και

ββ) ανήκουν στις κατηγορίες προσωπικού ΠΕ ή TE ή ΔΕ.

3.  Υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν προαχθεί στο Βαθμό Γ έχουν δικαίωμα επιλογής για θέσεις ευθύνης οργανικής μονάδας επιπέδου Τμήματος ή Διεύθυνσης εφόσον, σωρευτικά:

α) έχουν επιτύχει στην υλοποίηση της στοχοθεσίας, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την επιλογή,

β) ανήκουν στις κατηγορίες προσωπικού ΠΕ ή TE ή ΔΕ εφόσον πρόκειται να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργα­νικής μονάδας επιπέδου Τμήματος και ΠΕ ή TE εφόσον πρόκειται να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μο­νάδας επιπέδου Διεύθυνσης και

γ) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος εφόσον πρόκειται να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργα­νικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης.

4. Υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν προαχθεί στο Βαθμό Δ ‘ έχουν δικαίωμα επιλογής για θέσεις ευθύνης οργανικής μονάδας επιπέδου Τμήματος εφόσον σωρευτικά:

α) έχουν επιτύχει στην υλοποίηση της στοχοθεσίας, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την επιλογή,

β) ανήκουν στις κατηγορίες ΠΕ ή TE ή ΔΕ.

5. Υπάλληλοι, οι οποίοι επιλέγονται ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου Τμήματος και ανήκουν σε βαθμό κατώτερο του Βαθμού Γ’, με την τοποθέτηση τους κατατάσσονται στο Βαθμό Γ ‘. Υπάλληλοι, οι οποίοι επιλέγονται ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέ­δου Διεύθυνσης και ανήκουν σε βαθμό κατώτερο του Βαθμού Β ‘, με την τοποθέτηση τους κατατάσσονται στο Βαθμό Β ‘. Υπάλληλοι, οι οποίοι επιλέγονται ως προϊστά­μενοι οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης και ανήκουν σε βαθμό κατώτερο του Α’, με την τοποθέ­τηση τους κατατάσσονται στο Βαθμό Α’.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υποψήφιοι με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως και 4 του παρόντος άρθρου, τότε μπορούν να είναι υποψήφιοι υπάλληλοι με τον αμέσως κατώτερο βαθμό κατά περίπτωση και εφόσον δεν υπάρχουν ούτε οι ανωτέρω, τότε υπάλληλοι με τον αμέσως μετά από αυτόν κατώτε­ρο βαθμό.

6. Δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για επιλογή σε θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, υπάλληλος που αποχωρεί αυτοδικαίως από την υπηρεσία και το διάστη­μα που υπολείπεται είναι μικρότερο των δύο (2) ετών κα­τά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης του αρμοδίου προς τούτο συλλογικού οργάνου, το οποίο πρόκειται να απο­φασίσει σχετικά.

7. Δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για την επιλογή προϊσταμένου οποιουδήποτε επιπέδου οργανικής μονά­δας, υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί τελεσίδικα ο­ποιαδήποτε πειθαρχική ποινή για παράπτωμα από αυτά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109 του Υ­παλληλικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει. Το ως άνω κώλυμα δεν ισχύει σε περίπτωση διαγραφής των πειθαρ­χικών ποινών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 145 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει.

8. Οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια επιλογής πρέπει να συντρέχουν κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αι­τήσεων. Η ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη και για τη μοριοδότηση των υποψηφίων, όπου απαιτείται. Το κώλυ­μα επιλογής της παραγράφου 6 δεν πρέπει να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής της αίτησης υποψηφιότητας όσο και κατά την ημερομη­νία τοποθέτησης από το αρμόδιο όργανο.

9.  Με την προκήρυξη για την επιλογή προϊσταμένων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, καθορίζονται οι κλάδοι ΓΙΕ, TE και ΔΕ, των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται για την κατάληψη θέ­σεων προϊσταμένων των κατά περίπτωση οργανικών μο­νάδων ανάλογα με την ειδικότητα του κλάδου και το α­ντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων. Στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων προϊσταμένων οργανικών μονάδων που δεν υπάγονται στις διατάξεις της πα­ραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, οι κλά­δοι καθορίζονται, μέχρι την έκδοση των υπουργικών α­ποφάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις της πα­ραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, με τους οργανισμούς των οικείων υπηρεσιών. Μετά την έκδοση των αποφάσεων οι κλάδοι καθορίζονται με την προκήρυξη. Οργανικές μονά­δες είναι η Γενική Διεύθυνση, η Διεύθυνση και το Τμήμα.

 

Άρθρο 11

Προκήρυξη για την επιλογή προϊσταμένων

1. Οι διατάξεις του άρθρου 86 του Υπαλληλικού Κώδι­κα που αφορούν στην έκδοση κοινής απόφασης προκή­ρυξης του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του οικείου Υπουργού και προκειμένου για Ν.Π.Δ.Δ. του Υπουργού που το επο­πτεύει, με την οποία προσδιορίζονται οι κενές θέσεις προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων και καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία της επιλογής, προκειμένου να επιλεγούν οι προϊστάμε­νοι Γενικών Διευθύνσεων, ισχύουν και για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Διεύθυν­σης, καθώς και Τμήματος διοικητικών και οικονομικών υ­πηρεσιών και υπηρεσιών πληροφορικής.

2.  Με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Με­ταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και των οικείων κατά περίπτωση Υπουργών, οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου μπο­ρούν να επεκτείνονται και για την επιλογή των προϊστα­μένων οργανικών μονάδων επιπέδου τμήματος πέραν των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρό­ντος άρθρου.

 

Άρθρο 12

Σύστημα μισθολογικής εξέλιξης

1. Οι υπάλληλοι του άρθρου 4 λαμβάνουν το βασικό μι­σθό που αντιστοιχεί στο βαθμό τους.

Περαιτέρω, σε κάθε βαθμό θεσπίζονται μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) στα οποία ο υπάλληλος εξελίσσεται σύμ­φωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου.

2.  Τα Μ.Κ. χορηγούνται ανά διετία, με εξαίρεση τα Μ.Κ. των Βαθμών Β’ και Α’, τα οποία χορηγούνται ανά τριετία. Η εξέλιξη των υπαλλήλων στα Μ.Κ. γίνεται αυτοδίκαια με την παρέλευση του ανωτέρω οριζόμενου χρόνου. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που, από τις εκθέ­σεις αξιολόγησης του, προκύπτει ότι ο υπάλληλος δεν έ­χει επιτύχει την υλοποίηση της προβλεπόμενης στοχοθεσίας σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%), για δύο συνεχή χρόνια, δεν εξελίσσεται μισθολο­γικά μέχρις ότου επιτύχει το ως άνω ελάχιστο ποσοστό.

3.  Τα μισθολογικά κλιμάκια κάθε βαθμού, πέραν του βασικού μισθού που αντιστοιχεί σε αυτόν, είναι τα εξής:

α) Βαθμός Ε ‘ : δύο (2) Μ.Κ. για τις κατηγορίες ΠΕ και TE, τρία (3) Μ.Κ. για την κατηγορία ΔΕ και πέντε (5) Μ.Κ. για την κατηγορία ΥΕ.

β) Βαθμός Δ’ : τρία (3) Μ.Κ. για τις κατηγορίες ΠΕ και TE, τέσσερα (4) Μ.Κ. για την κατηγορία ΔΕ και έξι (6) Μ.Κ. για την κατηγορία ΥΕ.

γ) Βαθμός Γ’ : τέσσερα (4) Μ.Κ. για τις κατηγορίες ΠΕ και TE και πέντε (5) Μ.Κ. για την κατηγορία ΔΕ.

δ) Τα μισθολογικά κλιμάκια του βαθμού Γ’ της ΥΕ κα­τηγορίας και των βαθμών Β’ και Α’ των λοιπών κατηγο­ριών καλύπτουν το σύνολο του εργασιακού βίου του υπαλλήλου, μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρη­ση του από την υπηρεσία.

4. Με τη βαθμολογική προαγωγή ο υπάλληλος λαμβά­νει το βασικό μισθό του νέου βαθμού ή του μικρότερου Μ.Κ. του βαθμού αυτού, ο οποίος είναι υψηλότερος από το βασικό μισθό που κατείχε πριν την προαγωγή του.

 

Άρθρο 13

Βασικός Μισθός

1. Ο εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός του Βαθμού ΣΤ ‘ της ΥΕ κατηγορίας προσωπικού ορίζεται σε επτακό­σια ογδόντα (780) ευρώ.

2. Οι εισαγωγικοί μηνιαίοι βασικοί μισθοί των υπόλοι­πων κατηγοριών προσωπικού προσδιορίζονται με βάση το μισθό της προηγούμενης παραγράφου, πολλαπλασιαζόμενο με τους παρακάτω συντελεστές, στρογγυλοποιούμενοι στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΑΘΜΟΣ συντελεστές
ΔΕ ΣΤ’ 1,10
TE ΣΤ’ 1,33
ΠΕ ΣΤ’ 1,40

3. Οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών όλων των κα­τηγοριών διαμορφώνονται ως εξής:

Α. Του βαθμού Ε ‘ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού ΣΤ’ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).

Β. Του βαθμού Δ’ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Ε σε ποσοστό δέκα πέντε τοις εκατό (15%).

Γ. Του βαθμού Γ ‘ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Δ’ σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

Δ. Του βαθμού Β ‘ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Γ’ σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).

Ε. Του βαθμού Α’ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Β ‘ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).

4. Οι βασικοί μισθοί των Μ.Κ. των Βαθμών διαμορφώ­νονται ως εξής:

α) Του πρώτου Μ.Κ. κάθε βαθμού και κατηγορίας με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού αυτού κατά δύο τοις εκατό (2%).

β) Του κάθε επόμενου Μ.Κ. με προσαύξηση του βασι­κού μισθού του προηγούμενου μισθολογικού κλιμακίου σε ποσοστό ίδιο με αυτό που ορίζεται στην προηγούμε­νη περίπτωση.

Οι βασικοί μισθοί που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας και της προηγούμενης παραγράφου στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.

 

Άρθρο 14

Ορισμός Αποδοχών

Οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου αποτελούνται από το βασικό μισθό και τα επιδόματα και τις παροχές των άρθρων 15,17,18,19 και 30 του παρόντος νόμου, ε­φόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους.

 

Άρθρο 15

Επιδόματα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και απομακρυσμένων παραμεθόριων περιοχών

1. Εκτός από το βασικό μισθό του υπαλλήλου, δύναται να χορηγηθεί επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργα­σίας, μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως. Οι δικαιούχοι του εν λόγω επιδόματος, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης του καθορίζο­νται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Με­ταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονο­μικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, η ο­ποία εκδίδεται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών α­πό την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε απομακρυ­σμένες παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές, ό­πως αυτές καθορίζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρο­νικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, χορηγείται επίδο­μα Απομακρυσμένων – Παραμεθόριων περιοχών, οριζό­μενο σε εκατό (100) ευρώ μηνιαίως.

Το επίδομα αυτό καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι του προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στην Υπηρεσία της περιοχής που δικαιολογεί την καταβολή του. Επίσης καταβάλλεται και για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτικές μικρής διάρκειας έως δύο (2) μη­νών, διευκόλυνσης υπαλλήλων με οικογενειακές υπο­χρεώσεις, μητρότητας και ανατροφής παιδιού), σε βρα­χυχρόνια αναρρωτική άδεια έως έξι (6) ημέρες κατ’ έτος, καθώς και αυτής που χορηγείται από δημόσια νοσο­κομεία, κέντρα υγείας του Δημοσίου, πανεπιστημιακές κλινικές, νοσηλευτικούς σχηματισμούς του Ι.Κ.Α. και ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές, η οποία αποδεικνύεται με σχετικό παραστατικό στοιχείο (εισαγωγή, εξιτήριο κ.λπ.).

Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται κάθε μήνα βεβαίωση του οικείου προϊσταμέ­νου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση.

Σε περίπτωση απομάκρυνσης των υπαλλήλων, για ο­ποιονδήποτε λόγο (όπως ενδεικτικά, μετακίνηση, από­σπαση, μετάθεση, μετάταξη, διάθεση) από την περιοχή, η οποία δικαιολογεί τη χορήγηση του, διακόπτεται ισοχρόνως η καταβολή του με ευθύνη του οικείου Προϊστα­μένου.

 

Άρθρο 16

Επιδόματα Εορτών και Αδείας

1. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται σε πε­ντακόσια (500) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφό­σον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έ­τους και καταβάλλεται την 16η Δεκεμβρίου κάθε έτους.

2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται σε διακόσια πε­νήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστη­μα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμε­νου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα.

3.  Το Επίδομα Αδείας ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλ­ληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα α­πό 1ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους.

4.  Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μι­σθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα ο­ριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου αυ­τού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο με αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του.

5. Τα επιδόματα των παραγράφων 1, 2 και 3 καταβάλ­λονται εφόσον οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές συ­μπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων αυτών δεν υ­περβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβο­λή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγρά­φου αυτής, οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές υπερ­βαίνουν, κατά την ημερομηνία καταβολής τους, το ύψος αυτό, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους.

 

Άρθρο 17

Οικογενειακή παροχή

1.  Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων, ως εξής:

Για υπάλληλο με τέκνα ανήλικα ή ανίκανα σωματικά ή πνευματικά για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, η παροχή ορίζε­ται σε πενήντα (50) ευρώ για ένα τέκνο, σε εβδομήντα (70) ευρώ συνολικά για δύο τέκνα, σε εκατόν είκοσι (120) ευρώ συνολικά για τρία τέκνα, σε εκατόν εβδομή­ντα (170) ευρώ συνολικά για τέσσερα τέκνα, και προ­σαυξάνεται κατά εβδομήντα (70) ευρώ ανά επιπλέον τέ­κνο.

Η κατά τα ανωτέρω παροχή χορηγείται για τέκνα προ­ερχόμενα από γάμο, φυσικά, θετά ή αναγνωρισθέντα, ε­φόσον είναι άγαμα και δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 19ο έτος, εφόσον φοιτούν στη Μέση Εκπαίδευση.

2.  Ειδικά, για τέκνα που φοιτούν στην ανώτερη ή ανώ­τατη εκπαίδευση, καθώς και σε Ινστιτούτα Επαγγελματι­κής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.), η παροχή δίδεται μόνο κατά το χρόνο φοίτησης τους, που προβλέπεται από τον οργανι­σμό κάθε Σχολής, σε καμιά περίπτωση πέρα από τη συ­μπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.

3.  Για τη διακοπή της παροχής, λόγω συμπλήρωσης των ανωτέρω, κατά περίπτωση, ορίων, ως ημέρα γέννη­σης των παιδιών θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης τους και, προκειμένου περί φοιτητών ή σπου­δαστών, η λήξη του ακαδημαϊκού ή σπουδαστικού έτους.

 

Άρθρο 18

Επίδομα Θέσης Ευθύνης

1. Στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων του Δη­μοσίου, οποιουδήποτε επιπέδου καταβάλλεται, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα της, μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης οριζόμενο, κατά βαθμίδα θέσης, ως εξής:

α) Προϊστάμενοι Διοίκησης:

αα) Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης, εννιακόσια (900) ευρώ.

ββ) Προϊστάμενοι Διευθύνσεων Διοίκησης, τετρακόσια (400) ευρώ.

γγ) Προϊστάμενοι Τμημάτων Διοίκησης διακόσια πενή­ντα (250) ευρώ.

δδ) Προϊστάμενοι Παιδικών Σταθμών, εκατό (100) ευ­ρώ.

β) Προϊστάμενοι Εκπαίδευσης:

αα) Περιφερειακοί Διευθυντές εννιακόσια (900) ευρώ.

ββ)Προϊστάμενοι Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ.

γγ) Προϊστάμενοι Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαί­δευσης, τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.

δδ) Σχολικοί Σύμβουλοι προσχολικής αγωγής, δημοτι­κής εκπαίδευσης, ειδικής αγωγής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τετρακόσια (400) ευρώ.

εε) Διευθυντές Ενιαίων Λυκείων, Επαγγελματικών Λυ­κείων, ΚΕ.Δ.Δ.Υ. και Ε.Ε.Ε.Ε.Κ., και προϊστάμενοι Γρα­φείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης τριακόσια (300) ευρώ και εφόσον τα σχολεία διαθέτουν τουλάχιστον έξι (6) τμήματα τριακόσια πενήντα (350) ευ­ρώ.

στστ) Διευθυντές Γυμνασίων, Επαγγελματικών Σχο­λών, Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ), Δημοσίων ΙΕΚ, Τετραθέσιων και άνω Δημοτικών Σχολείων και Σχο­λικών Εργαστηριακών Κέντρων, διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Εφόσον τα σχολεία διαθέτουν τουλάχιστον εννέα (9) τμήματα τριακόσια (300) ευρώ.

ζζ) Υποδιευθυντές Σχολικών Μονάδων και Σχολικών Εργαστηριακών Κέντρων, Υπεύθυνοι Τομέων Σχολικών Εργαστηριακών Κέντρων, και Προϊστάμενοι Τμημάτων Εκπαιδευτικών Θεμάτων των Διευθύνσεων Πρωτοβάθ­μιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, και Υπεύθυνοι Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, εκατόν πενή­ντα (150) ευρώ.

ηη) Προϊστάμενοι Μονοθέσιων, Διθέσιων και Τριθέ­σιων Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων εκατό (100) ευρώ.

2.  Το επίδομα της προηγούμενης παραγράφου κατα­βάλλεται και στην περίπτωση προσωρινής απουσίας του δικαιούχου από τα καθήκοντα του, για οποιαδήποτε αιτία, αλλά όχι πέραν των δύο (2) μηνών συνολικά κατ’ έ­τος.

3.  Σε περίπτωση νόμιμης αναπλήρωσης των προϊστα­μένων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το επί­δομα της αντίστοιχης βαθμίδας καταβάλλεται μετά την παρέλευση διμήνου στους αναπληρωτές των θέσεων αυ­τών. Ειδικότερα, στην περίπτωση κένωσης ή σύστασης θέσης προϊσταμένου οργανικής μονάδας καταβάλλεται το ως άνω επίδομα στο νόμιμο αναπληρωτή, από την έ­ναρξη της αναπλήρωσης.

4.  Επί συρροής αξιώσεων για λήψη του επιδόματος α­πό δύο βαθμίδες καταβάλλεται μόνο το ποσό που αντι­στοιχεί στην ανώτερη βαθμίδα.

 

Άρθρο 19

Κίνητρο Επίτευξης Στόχων και Κίνητρο Επίτευξης Δημοσιονομικών Στόχων

1. Στους υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν σε υπηρε­σιακές μονάδες οι οποίες έχουν πετύχει πάνω από 80%, τους ποσοτικοποιημένους στόχους που έχουν τεθεί με βάση το σύστημα αξιολόγησης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η καταβολή Κινήτρου Επίτευξης Στόχων (Κ.Ε.Σ.).

Το Κ.Ε.Σ. υπολογίζεται ανά υπουργείο ή φορέα και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3% του συνολικού μισθολογι­κού κόστους του, κατά το προηγούμενο έτος.

Το Κ.Ε.Σ. μπορεί να καταβάλλεται μία φορά κατ’ έτος, μετά από πιστοποιημένη, μέσω της έκθεσης αξιολόγη­σης, επίτευξη των στόχων κατά το προηγούμενο έτος.

Το Κ.Ε.Σ. που καταβάλλεται στους υπαλλήλους ισού­ται με ποσό μέχρι 50% ενός βασικού τους μισθού, εφό­σον επέτυχαν τους στόχους σε ποσοστό μέχρι και 90% και με ποσό μέχρι 100% ενός βασικού τους μισθού, εφό­σον επέτυχαν τους στόχους σε ποσοστό από 90% και πάνω.

Εάν η κατά το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου εκτιμώμενη δαπάνη, υπερβαίνει το όριο του 3%, το Κ.Ε.Σ. καταβάλλεται στους υπαλλήλους των υπηρεσια­κών μονάδων που προηγούνται στη σειρά αξιολόγησης με βάση το ποσοστό επίτευξης των στόχων, αφαιρώντας τις υπηρεσιακές μονάδες με τα χαμηλότερα ποσοστά.

Με τα προεδρικά διατάγματα, που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στην αξιολόγηση της επίτευξης των στό­χων από τις υπηρεσιακές μονάδες για την καταβολή του Κ.Ε.Σ., καθώς και τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στη διαδικασία πιστοποίησης της επίτευξης και κάθε άλ­λο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρ­θρου.

2. Στους υπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ, TE και ΔΕ που υπηρετούν σε υπηρεσιακές μονάδες που έχουν ως κύρια αρμοδιότητα τους την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων, την είσπραξη εσόδων του δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των ΟΚΑ, καθώς και τον προγραμματισμό και έλεγχο αντίστοιχων δαπανών καταβάλλεται, αντί του Κ.Ε.Σ., Κί­νητρο Επίτευξης Δημοσιονομικών Στόχων. Το κίνητρο έ­χει τη μορφή ποσοστιαίας προσαύξησης του βασικού μι­σθού κατά το έτος που ακολουθεί εκείνο εντός του οποί­ου καταγράφηκε η επίτευξη των στόχων με βάση το κα­τά τα ανωτέρω σύστημα αξιολόγησης. Το Κίνητρο Επί­τευξης Δημοσιονομικών Στόχων καταβάλλεται αντί του Κ.Ε.Σ. και στους υπαλλήλους ΠΕ, TE και ΔΕ που υπηρε­τούν σε υπηρεσιακές μονάδες που έχουν ως κύρια αρμοδιότητα την επιθεώρηση ή τον έλεγχο υπηρεσιών και λειτουργιών της Δημόσιας Διοίκησης.

Στους υπαλλήλους των υπηρεσιών που επέτυχαν τους στόχους σε ποσοστό άνω του 90% καταβάλλεται προ­σαύξηση 15% του βασικού τους μισθού.

Το Κ.Ε.Δ.Σ. υπολογίζεται ανά υπουργείο ή φορέα και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού μισθο­λογικού κόστους του, κατά το προηγούμενο έτος.

Εάν η εκτιμώμενη δαπάνη υπερβαίνει το όριο του 10%, το Κ.Ε.Δ.Σ. καταβάλλεται στους υπαλλήλους των υπηρε­σιακών μονάδων που προηγούνται στη σειρά αξιολόγη­σης με βάση το ποσοστό επίτευξης των στόχων, αφαιρώ­ντας τις υπηρεσιακές μονάδες με τα χαμηλότερα ποσο­στά.

Οι υπηρεσιακές μονάδες του προηγούμενου εδαφίου ορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρό­ταση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτω­ση συναρμόδιου Υπουργού, εντός ενός μηνός από την η­μερομηνία έναρξης των διατάξεων του παρόντος κεφα­λαίου.

Η συνολική δαπάνη για την καταβολή του Κ.Ε.Δ.Σ. δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό των εκατό εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Εάν η εκτιμώμενη δαπάνη για την καταβολή του Κ.Ε.Δ.Σ. υπερβαίνει το ποσό του προηγού­μενου εδαφίου, το Κ.Ε.Δ.Σ. καταβάλλεται μειωμένο ανα­λογικά κατά το ποσοστό της υπέρβασης.

 

Άρθρο 20

Υπερωριακή εργασία

1. Η καθιέρωση με αμοιβή εργασίας πέρα από τις ώρες της υποχρεωτικής απασχόλησης των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. επιτρέπεται μόνο για την αντιμετώπιση εποχικών, έκτακτων ή επειγουσών υ­πηρεσιακών αναγκών.

Η υπερωριακή απασχόληση του προσωπικού εγκρίνε­ται με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού στην οποία αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία που δικαιολογούν την ανωτέρω εργασία πέρα από το κανονι­κό ωράριο. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο αριθμός των υπαλλήλων, το χρονικό διάστημα και οι ώρες υπερω­ριακής απασχόλησης τους μέσα στα όρια των πιστώσε­ων του Προϋπολογισμού τους, μη επιτρεπομένης της ε­πιβάρυνσης του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσε­ων. Οι κατά τα ως άνω ώρες απογευματινής υπερωρια­κής εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις είκοσι (20) ανά υπάλληλο μηνιαίως.

Με την ίδια διαδικασία και προϋποθέσεις επιτρέπεται η καθιέρωση υπερωριακής εργασίας με αμοιβή κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες ή κατά τις νυχτερινές ώρες, προς συμπλήρωση της υποχρεωτικής εβδομαδιαί­ας εργασίας είτε καθ ‘ υπέρβαση αυτής, σε υπαλλήλους που ανήκουν σε υπηρεσίες που λειτουργούν, βάσει νό­μου, όλες τις ημέρες του μήνα ή σε δωδεκάωρη ή εικοσι­τετράωρη βάση. Ειδικά, στην καθ’ υπέρβαση εργασία οι ώρες νυκτερινής, Κυριακών και εξαιρέσιμων ημερών δεν μπορεί να υπερβούν τις δεκαέξι (16) ώρες κατά περίπτωση το μήνα.

Δεν επιτρέπεται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στους προϊσταμένους Διεύθυνσης και Γενικής Διεύθυν­σης.

Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της παραγρά­φου 10 του άρθρου 12 του ν. 2503/1997 (Α’ 107) και της παραγράφου 7 του άρθρου 25 του ν. 2738/1999 (Α’ 180) προκειμένου περί υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, αντίστοιχα.

Δαπάνες υπερωριακής, νυκτερινής και Κυριακών ή ε­ξαιρέσιμων ημερών εργασίας, που πραγματοποιούνται το τελευταίο δίμηνο κάθε έτους, δύνανται να επιβαρύ­νουν τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, με την προϋπόθεση ότι είχαν προβλεφθεί οι σχετικές πιστώσεις στον προϋπολογισμό του οικονομικού έτους κατά το ο­ποίο πραγματοποιήθηκαν και δεν κατέστη δυνατή η πλη­ρωμή τους.

Αύξηση των συνολικών αρχικών πιστώσεων του προϋ­πολογισμού για υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες και νυκτερινές ώ­ρες είναι δυνατή μόνο με απόφαση του Υπουργού Οικο­νομικών, μετά από αιτιολογημένη πρόταση του διατάκτη, με εξαίρεση τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού.

2.  Η κατά τα ανωτέρω εκδιδόμενη απόφαση δεν μπο­ρεί να έχει αναδρομική ισχύ πέραν του μηνός από την η­μερομηνία δημοσίευσης τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η προκύπτουσα σχετική δαπάνη δεν δύ­ναται να υπερβαίνει κατά μήνα το ένα δωδέκατο (1/12) των εγγεγραμμένων πιστώσεων.

3.  Η ωριαία αμοιβή των υπαλλήλων που απασχολού­νται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω παραγρά­φων ορίζεται ως εξής:

α) Για υπερωριακή εργασία απογευματινών ωρών και μέχρι την 22η ώρα, ίση με το ωρομίσθιο.

β) Για νυκτερινή εργασία εργάσιμων ημερών που πα­ρέχεται από την 22η ώρα μέχρι την 6η πρωινή, πέρα από την υποχρεωτική, ίση με το ωρομίσθιο αυξημένο κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

γ) Για εργασία ημερήσια ή νυκτερινή, που παρέχεται Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες πέραν της υποχρεωτι­κής:

αα) Από την 6η πρωινή μέχρι την 22η ώρα, ίση με το ωρομίσθιο αυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

ββ) Από την 22η ώρα μέχρι την 6η πρωινή, ίση με το ω­ρομίσθιο αυξημένο κατά τριάντα τοις εκατό (30%).

δ) Για εργασία νυκτερινή εργάσιμων ημερών που πα­ρέχεται για τη συμπλήρωση της υποχρεωτικής εβδομα­διαίας εργασίας, ίση με το σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) του ωρομισθίου.

ε) Για εργασία νυκτερινή ή ημερήσια Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών, που παρέχεται για τη συ­μπλήρωση της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας, ί­ση με το εξήντα τοις εκατό (60%) του ωρομισθίου.

στ) Για το προσωπικό των Υπηρεσιών που λειτουρ­γούν, βάσει νόμου, σε δωδεκάωρη ή εικοσιτετράωρη βά­ση ή όλες τις ημέρες του μήνα, η ωριαία αμοιβή των προηγούμενων περιπτώσεων β ‘, γ ‘, δ ‘ και ε ‘ προσαυξά­νεται κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

4. Το ωρομίσθιο ορίζεται στο ένα διακοσιοστό ογδοηκοστό (1/280) του βασικού μισθού του μισθολογικού κλι­μακίου της κατηγορίας του κάθε υπαλλήλου. Το ίδιο ω­ρομίσθιο ισχύει και για υπαλλήλους αποσπασμένους σε υπηρεσίες του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α., με βάση το μισθολογικό κλιμάκιο που αντιστοιχεί στα έ­τη υπηρεσίας τους, σε συνάρτηση και με τα τυπικά τους προσόντα.

5.  Για το εκπαιδευτικό προσωπικό της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την ανάθεση διδα­σκαλίας του μαθήματος της ειδικότητας του, προαιρετι­κής ή υποχρεωτικής (επιμίσθιο), η ωριαία αμοιβή ορίζεται στο ποσό των δέκα (10) ευρώ.

6.  Οι υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται για την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν εμπίπτουν στις ρυθμίσεις της παραγρά­φου 3 του άρθρου 22 του ν. 2362/1995 (Α’ 247).

7.  Εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 32 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), καθώς και αυ­τών της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3833/2010 (Α’40).

Ομοίως εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 32 του ν. 3232/2004 (Α’48) και της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3205/2003 (Α’ 297) με την ε­πιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρ­θρου. Ο αριθμός των ωρών νυκτερινής, Κυριακών, πέραν του πενθημέρου και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών εργα­σίας για το φυλακτικό προσωπικό και το προσωπικό κα­θαριότητας των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, καθώς και του προσωπικού των καταστημάτων κράτησης αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπί­νων Δικαιωμάτων, καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υ­πουργού, κατ’εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

 

Άρθρο 21

Αμοιβές συλλογικών οργάνων

1.  Τα κάθε είδους μόνιμα ή προσωρινού χαρακτήρα συλλογικά όργανα (συμβούλια, επιτροπές, ομάδες εργα­σίας κ.λπ.) του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και των Ο.Τ.Α., τα οποία προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύου­σες διατάξεις ή συνιστώνται και συγκροτούνται με διοι­κητικές πράξεις λειτουργούν εντός του κανονικού ωρα­ρίου εργασίας των οικείων Υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και δεν κατα­βάλλεται καμία πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση στα μέ­λη τους. Κατ ‘ εξαίρεση στους ιδιώτες – μέλη των ανωτέ­ρω συλλογικών οργάνων καθορίζεται αποζημίωση με α­πόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πενήντα (50) ευρώ ανά συνε­δρίαση και μέχρι πενήντα (50) συνεδριάσεις ετησίως. Οι ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις δεν υπάγονται στις δια­τάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 2362/ 1995 (Α’247).

2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω της ιδιαίτερης ση­μασίας του συλλογικού οργάνου για την οικονομία της χώρας ή την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Δημό­σιας Διοίκησης και την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολί­τη και προκειμένου περί Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α., με βάση το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και τα στοιχεία του προϋπολογισμού τους, επιτρέπεται η λειτουργία τους ε­κτός του κανονικού ωραρίου εργασίας και εκτός του χρόνου που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και μπορεί να καθορίζεται αποζημίωση κατά μήνα ή κατά συνεδρίαση με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομι­κών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού.

Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να είναι κατά μήνα, μεγαλύτερη από τετρακόσια (400) ευρώ για τον πρόεδρο και τριακόσια (300) ευρώ για τα μέλη και τους γραμμα­τείς. Στους εισηγητές που εκ του νόμου προβλέπεται η συμμετοχή τους, καταβάλλεται αποζημίωση ανά συνε­δρίαση, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ποσό των είκοσι (20) ευρώ και για μέχρι πενήντα (50) συνεδριάσεις το έτος.

Η ανωτέρω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται με την προϋπόθεση συμμετοχής σε τέσσερις (4) τουλάχιστον συνεδριάσεις το μήνα. Σε περίπτωση συμμετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζημίωση περικόπτεται ανά­λογα.

3.  Σε ειδικές περιπτώσεις, μπορεί, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ ‘ ύλην αρμόδιου Υπουργού, να καθορισθεί αποζημίωση ανά ώρα, έλεγχο ή αξιολογούμενο πρόγραμμα κ.λπ., ανάλογα με τις κατά περίπτωση προκύπτουσες ανάγκες. Το συνολικό μηνιαίο ποσό της ανωτέρω αποζημίωσης απαγορεύεται να υπερ­βαίνει το όριο της κατά μήνα αποζημίωσης που προβλέ­πεται στην παράγραφο 2 για τα μέλη συλλογικών οργά­νων.

4. Το σύνολο των πρόσθετων μηνιαίων αμοιβών ή απο­λαβών των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου από συμμετοχή σε μόνι­μα ή προσωρινά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυ­τών δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, συμπεριλαμβανομένης και της αναλογίας των επιδομάτων εορτών και αδείας. Οι πάσης φύσεως αμοιβές υπολογίζονται κατά το μήνα πραγματοποίησης της αντίστοιχης εργασίας.

5.  Ειδικά για τους εκπαιδευτικούς και το λοιπό προσω­πικό που αποδεδειγμένα συμμετέχουν καθ ‘ οιονδήποτε τρόπο στην οργάνωση, διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών και ειδικών εξετάσεων ή άλλης διαδικασίας ει­σαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την έκδοση των αποτελεσμάτων επιλογής, καθώς και στις εξετάσεις ι­διωτικών, Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑ.Λ.) και Επαγγελματικών Σχολών (Ε.ΠΑΚ.) και στις αναβαθμολογήσεις γραπτών δοκιμίων μαθητών Δευτε­ροβάθμιας Εκπαίδευσης καθορίζεται αποζημίωση με κοι­νή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και θρησκευμάτων, μη τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4.

6. Στις διατάξεις του άρθρου αυτού εμπίπτουν και οι α­ποζημιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994 (Α’ 28).

 

Άρθρο 22

Επέκταση διατάξεων

1.  Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δι­οικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνη­σης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαι­ωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγρά­φου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

2.  Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρ­νησης καθορίζονται ανάλογα οι αποδοχές του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α..

3.  Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δι­οικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνη­σης καθορίζονται οι αποδοχές του ειδικού επιστημονι­κού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι αποδοχές του επιστημονικού προσωπικού του Ινστιτούτου Εκπαιδευτι­κής Πολιτικής και κάθε αναγκαίο θέμα.

4.  Οι αποφάσεις του παρόντος άρθρου εκδίδονται ε­ντός διαστήματος ενός μηνός από την ημερομηνία έναρ­ξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου και ισχύουν από την ημερομηνία αυτή.

5. Οι κάθε είδους αποδοχές και επιδόματα των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων και Αποκεντρωμέ­νων Διοικήσεων καθορίζονται με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομικών. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω από­φασης εξακολουθούν να καταβάλλονται οι αποδοχές στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου.

 

Άρθρο 23

Περικοπή αποδοχών

Σε όλες τις περιπτώσεις αποχής των υπαλλήλων από τα καθήκοντα τους, ο μήνας λογίζεται για είκοσι πέντε (25) ημέρες.

Τα ποσά από οποιαδήποτε περικοπή αποδοχών των υ­παλλήλων, λειτουργών και ένστολων του Δημοσίου που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου αποδίδονται στους οικείους προϋπολογισμούς από τους ο­ποίους εκταμιεύτηκαν.

 

Άρθρο 24

Τρίμηνες αποδοχές

Για τον υπολογισμό των τρίμηνων αποδοχών των υ­παλλήλων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. λαμβάνονται υπόψη ο βασικός μισθός και η οικογενειακή παροχή.

 

Άρθρο 25

Αποδοχές υπαλλήλων που αποσπώνται ή μετακινούνται

Οι υπάλληλοι που αποσπώνται ή μετακινούνται από την Υπηρεσία τους σε άλλη Υπηρεσία του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α. λαμβάνουν τις μηνιαίες αποδοχές του βαθμού και του μισθολογικού τους κλιμακί­ου. Σε κάθε περίπτωση από 1.1.2012 η καταβολή των α­ποδοχών των αποσπασμένων διενεργείται από την υπη­ρεσία στην οποία έχουν τοποθετηθεί με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, όπως του π.δ. 351/1991 (ΑΊ21), ό­πως ισχύει και του π.δ. 63/2005 (Α’98).

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις ειδι­κότερες διατάξεις του άρθρου 60 του ν. 590/1977 ή άλ­λες αντίστοιχες διατάξεις για την ίδια κατηγορία νομι­κών προσώπων δημοσίου δικαίου.

 

Άρθρο 26

Συγκρότηση συλλογικών οργάνων της διοίκησης

Στις περιπτώσεις που, για τη νόμιμη συγκρότηση των συλλογικών οργάνων της διοίκησης για τη διεξαγωγή δημόσιων διαγωνισμών ή την ανάθεση ή την αξιολόγηση, παρακολούθηση, παραλαβή προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων, δεν προβλέπεται η συμμετοχή μέλους μετά α­πό υπόδειξη από το αρμόδιο προς τούτο όργανο ούτε η συμμετοχή εκ της θέσεως ή ιδιότητας του (ex officio), τό­τε τα μέλη προκύπτουν μετά από διαδικασία κληρώσεως, μεταξύ όλων όσων πληρούν τις προϋποθέσεις από το νόμο να συμμετέχουν στο εν λόγω συλλογικό όργανο. Η κλήρωση διενεργείται από την αρμόδια για την συγκρό­τηση του συλλογικού οργάνου υπηρεσία. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρο­νικής Διακυβέρνησης μπορεί να ρυθμίζονται τυχόν άλλα ειδικότερα θέματα που αφορούν στη διενέργεια της δια­δικασίας κληρώσεως.

 

Άρθρο 27

1.  Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α’ 40), μετά τη λέξη απολαβές προστίθεται η φράση «ή σύνταξη».

2.  Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), εξακολουθούν να ισχύουν και με­τά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαί­ου για τους λειτουργούς και υπαλλήλους που δεν εμπί­πτουν ρητά στις διατάξεις του.

3.  Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3833/2010 (Α’ 40), όπως προστέθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 3871/2010 (Α’ 141), αντικαθίστανται ως εξής:

«Ειδικά για έκτακτες υπηρεσιακές ανάγκες και, εφό­σον το υφιστάμενο προσωπικό, που ασκεί τα συγκεκρι­μένα υπηρεσιακά καθήκοντα, δεν επαρκεί, επιτρέπεται η υπέρβαση των εξήντα (60) ημερών, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονο­μικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Στην απόφαση αυτή προσδιορίζονται οι ειδικότητες και τα συ­γκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα στα οποία αφορά η υ­πέρβαση, καθώς και ο αριθμός ημερών αυτής, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα (40) ημέρες.»

 

Άρθρο 28

Μεταβατικές και Τελικές Διατάξεις του Δεύτερου Κεφαλαίου.

Κατάταξη και προϋποθέσεις και κριτήρια επιλογής του υπηρετούντος προσωπικού

1. Οι υπάλληλοι, που υπηρετούν κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση τον συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 98 του Υ.Κ., και το χρόνο προϋπηρεσίας στο δη­μόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του υπαλλήλου, ως εξής:

α) οι υπάλληλοι των κατηγοριών Π Ε και TE:

αα) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι τρία (3) έτη, στο Βαθμό ΣΤ’,

ββ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι εννέα (9) έτη, στο Βαθμό Ε ‘,

γγ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι δεκαπέντε (15), στο Βαθμό Δ’,

δδ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι είκοσι ένα (21) έτη για την ΓΙΕ κατηγορία και είκοσι τρία (23) έτη για την TE κατηγορία, στο Βαθμό Γ’,

εε) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας περισσότερο από είκοσι ένα (21 ) έτη για την ΓΙΕ κα­τηγορία και είκοσι τρία (23) έτη για την TE κατηγορία, στο Βαθμό Β ‘.

β) οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΔΕ:

αα) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι τρία (3) έτη, στο Βαθμό ΣΤ’,

ββ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι έντεκα (11 ) έτη, στο Βαθμό Ε ‘,

γγ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι δέκα εννέα (19), στο Βαθμό Δ’,

δδ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι είκοσι επτά (27) έτη, στο Βαθμό Γ ‘,

εε) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας περισσότερο από είκοσι επτά (27) έτη, στο Βαθμό

γ) οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΥΕ:

αα) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι τρία (3) έτη, στο Βαθμό ΣΤ’,

ββ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι δέκα πέντε (15) έτη, στο Βαθμό Ε’,

γγ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας μέχρι είκοσι πέντε (25) έτη, στο Βαθμό Δ’,

δδ) με συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρε­σίας περισσότερο από είκοσι πέντε (25) έτη, στο Βαθμό

Για την κατάταξη των υπαλλήλων, που κατέχουν διδα­κτορικό δίπλωμα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην πα­ράγραφο 4 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, καθώς και για τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοί­κησης και Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημό­σιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, αφαιρούνται από τον απαιτούμενο χρόνο για την τελική κατάταξη έξι (6) έτη. Για τους κατόχους αναγνωρισμένου μεταπτυχιακού τίτ­λου σπουδών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εδάφιο δεύτερο της παραγράφου 4 του άρθρου 6, αφαιρούνται δύο (2) έτη.

Οι υπάλληλοι που κατά την έναρξη ισχύος των διατά­ξεων του παρόντος Κεφαλαίου ασκούν καθήκοντα προϊ­σταμένου επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης, Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και Διεύθυνσης πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατόπιν επιλογής από το αρμόδιο όργανο και έχουν τον απαιτούμενο χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με την πα­ράγραφο 7 του άρθρου 7 του παρόντος, κατατάσσονται στο Βαθμό Α’.

2. Για την ως άνω κατάταξη, δεν υπολογίζεται:

– ο χρόνος της διαθεσιμότητας,

– ο χρόνος της αργίας που επήλθε είτε εξαιτίας ποινι­κής δίωξης που κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μη­νών,

– ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκο­ντα,

– ο χρόνος της προσωρινής παύσης,

– ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτε­λεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας,

– ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων,

– το χρονικό διάστημα κατά το οποίο στερήθηκε ο υ­πάλληλος το δικαίωμα για προαγωγή,

– χρονικό διάστημα ίσο προς το μισό του απαιτούμενου προς προαγωγή χρόνου, σε περίπτωση επιβολής της πει­θαρχικής ποινής του υποβιβασμού.

3.  Για την κατάταξη, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στο συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας δεν υπολογίζεται το μισό του πέραν της δεκαετίας χρόνου, που διανύθηκε με τυπικό προσόν κατώτερης κατηγορίας, με την επιφύλαξη ότι ο υπολογισμός αυτός δεν έχει ως συνέπεια την κατάταξη του υπαλλήλου σε βαθμό χαμηλότερο από αυτόν που θα κατατάσσονταν εάν παρέμενε σε χαμηλότερη κατηγο­ρία.

4. Υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν σε κατηγορία ανώ­τερη των τυπικών προσόντων που κατέχουν, κατατάσσο­νται στους βαθμούς της κατηγορίας που ανήκουν, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρό­ντος άρθρου, με προσθήκη πλασματικού χρόνου για την τελική κατάταξη τους, τρία (3) έτη.

5. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε θέσεις προϊσταμέ­νων οργανικών μονάδων οποιουδήποτε επιπέδου, ανε­ξαρτήτως του βαθμού στον οποίο κατατάσσονται με βά­ση τα προαναφερόμενα, συνεχίζουν να ασκούν τα καθή­κοντα τους, μέχρι την επιλογή νέων προϊσταμένων με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Όπου για τη συμμετοχή σε συλλογικό όργανο ή την κατάληψη θέσης απαιτείται ως τυπική προϋπόθεση η κατοχή συγκεκριμένου βαθμού, οι υπάλληλοι συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντα τους, ανεξαρτήτως του βαθμού που κατατάσσονται, μέχρι τη λήξη της θητείας τους.

6. Μέχρι την θέση σε πλήρη εφαρμογή του προβλεπό­μενου στο άρθρο 7 του παρόντος συστήματος αξιολόγη­σης, οι κρίσεις για προαγωγή των υπαλλήλων, καθώς και για μονιμοποίηση των δόκιμων υπαλλήλων, που εμπί­πτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου γίνο­νται από τα αρμόδια όργανα σύμφωνα με τη διαδικασία, τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις οικείες κατά περίπτωση διατάξεις, που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Για τις ως άνω προαγω­γές ή μονιμοποιήσεις εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 6 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου ποσοστώσεις.

7.  Μέχρι τη θέση σε πλήρη εφαρμογή του προβλεπό­μενου στο άρθρο 7 του παρόντος νόμου συστήματος α­ξιολόγησης, ισχύουν οι προϋποθέσεις επιλογής προϊ­σταμένων οργανικών μονάδων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του παρόντος νόμου με ε­ξαίρεση τις προϋποθέσεις που αφορούν στην υλοποίηση της στοχοθεσίας σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης.

Οι υπάλληλοι που, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, πληρούσαν τις προϋποθέσεις επι­λογής σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποι­ουδήποτε επιπέδου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ­θρου 84 του ν. 3528/2007, όπως ίσχυε πριν την αντικατά­σταση του με τις διατάξεις του άρθρου 10 του παρόντος, διατηρούν το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για την πλήρωση των θέσεων αυτών, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, α­νεξάρτητα από το βαθμό στον οποίο κατατάσσονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που ε­πιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικών μονάδων κατα­τάσσονται ως εξής: α) στο βαθμό Γ ‘ εφόσον επιλεγούν για την πλήρωση θέσης προϊσταμένου οργανικής μονά­δας επιπέδου Τμήματος, β) στο βαθμό Β ‘, εφόσον επιλε­γούν για την πλήρωση θέσης προϊσταμένου Διεύθυνσης και γ) στο βαθμό Α’, εφόσον επιλεγούν για την πλήρωση θέσης προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.

 

Άρθρο 29

Κατάταξη σε Μισθολογικά Κλιμάκια του Υπηρετούντος Προσωπικού

1.  Οι υπάλληλοι που εντάσσονται στους νέους βαθ­μούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρ­θρου, λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού αυτού, ε­νώ όσοι εξ αυτών έχουν πλεονάζοντα χρόνο στον ίδιο βαθμό εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια του βαθ­μού αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του παρόντος. Μετά την ανωτέρω μισθο­λογική ένταξη, η μισθολογική εξέλιξη πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, χωρίς να προσμετράται τυχόν πλεονάζων χρόνος.

2. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες α­ποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαι­ούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ι­σχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξη­ση καταβάλλεται ως εξής:

α) Εφόσον η μηνιαία αύξηση είναι μέχρι του ποσού των πενήντα (50) ευρώ, αυτή καταβάλλεται άμεσα με την έναρξη εφαρμογής του νέου μισθολογίου.

β) Εφόσον η αύξηση είναι μεγαλύτερη των πενήντα (50) ευρώ και μέχρι του ποσού των εκατό (100) ευρώ, η αύξηση καταβάλλεται ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο ετών.

γ) Εφόσον η αύξηση είναι μεγαλύτερη των εκατό (100) ευρώ, καταβάλλεται ισόποσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών.

Εφόσον προκύπτει μείωση η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ι­σχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, η συνο­λική μείωση κατανέμεται ως εξής:

α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ι­σχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου,

β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διά­στημα δύο (2) ετών το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου.

3.  Η καταβολή αποδοχών σε υπαλλήλους του Δημοσί­ου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., που εμπίπτουν στις ρυθμί­σεις του παρόντος Κεφαλαίου με βάση διατάξεις άλλων κατηγοριών υπαλλήλων του Δημοσίου, στις οποίες δεν ανήκουν οργανικά, δεν επιτρέπεται.

4. Τα θέματα του Κεφαλαίου αυτού δεν αποτελούν α­ντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων.

 

Άρθρο 30

Λοιπές παροχές, επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις

1. Πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος Κεφαλαίου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζη­μιώσεις, που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που ε­μπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, μέχρι την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπεται με τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις να καταβάλλο­νται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, κα­ταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγηση τους από τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού. Στα ως ά­νω καταργούμενα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις δεν περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα από τις διατά­ξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 2606/1998 (Α’89), των άρθρων 34 και 34α του ν. 2682/1999 (ΑΊ6), της παραγράφου 22 του άρθρου 9 του ν. 2266/1994 (Α’218) και της παραγράφου 4 του άρθρου 72 του ν. 3528/2007 (Α’26), καθώς και το επίδομα υπηρεσίας αλ­λοδαπής και το ειδικό επιμίσθιο που καταβάλλεται στους ανωτέρω υπαλλήλους για την εκτέλεση υπηρεσίας στο εξωτερικό.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρ­ρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομι­κών μπορεί να προβλέπεται, προκειμένου για υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Κεφα­λαίου και είναι παραπληγικοί, τετραπληγικοί, τυφλοί ή έ­χουν βαριά κινητική αναπηρία, εφόσον μετακινούνται ε­κτός έδρας για υπηρεσιακούς λόγους, η καταβολή εξόδων μετακίνησης και διαμονής σε συνοδό της επιλογής του υπαλλήλου. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι προϋποθέσεις και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.

2. Μέχρι την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου, το επίδομα Απομα­κρυσμένων -Παραμεθόριων περιοχών χορηγείται στους υπαλλήλους που υπηρετούν στις απομακρυσμένες – πα­ραμεθόριες περιοχές, καθώς και στις προβληματικές πε­ριοχές κατηγορίας Α’, όπως αυτές έχουν καθορισθεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις κατά την έναρξη ι­σχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου.

 

Άρθρο 31

Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα

1.  α) Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησης τους, συμπεριλαμβανομέ­νων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων βελ­τιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κεί­μενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005 (Α’ 314) όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1 α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α ‘ 212), με εξαίρεση τα Ν.Π.Ι.Δ. του ν. 3864/2010 (Α’ 119) και του άρθρου 1 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), εφαρμόζε­ται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. Το καλλιτεχνικό προσωπικό των φορέων της περίπτωσης γ ‘ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

β) Το ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοι­βής προσωπικού εφαρμόζεται και στις δημόσιες επιχει­ρήσεις, οργανισμούς και ανώνυμες εταιρείες που υπάγο­νται στο Κεφάλαιο Β ‘ του ν. 3429/2005, καθώς και στις θυγατρικές τους, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: αα) το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 διορίζουν ως μέτοχοι μόνα ή από κοινού την πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου, ββ) το Δημόσιο είναι πλειοψηφών μέτοχος και γγ) η διοίκηση της επιχείρησης δεν ασκείται από τον μέτοχο της μειοψηφίας.

2.  Για το ανώτατο όριο αποδοχών και πρόσθετων πα­ροχών του διοικητή ή διευθύνοντος συμβούλου των φο­ρέων της προηγούμενης παραγράφου, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α’ 40).

3.  Για τους εργαζόμενους στους φορείς της υποπαρα­γράφου 1 α με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το ανώτατο όριο των μηνιαίων τακτικών αποδο­χών για κάθε εκπαιδευτική κατηγορία ΥΕ, ΔΕ, TE και ΠΕ ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ ‘ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους υπαλλήλους με αντίστοιχη σχέση εργασίας (ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου) στο Δη­μόσιο.

Για τα διευθυντικά στελέχη των ως άνω φορέων που εργάζονται σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες των θέσεων Τμηματάρχη, Διευθυντή και Γενικού Διευθυντή του παρό­ντος Κεφαλαίου, το ανώτατο όριο μηνιαίων τακτικών α­ποδοχών ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους κατέχοντες θέση Τμηματάρχη, Διευ­θυντή ή Γενικού Διευθυντή στο Δημόσιο.

4. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως α­ποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενι­κά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, των φο­ρέων της υποπαραγράφου 1 α του παρόντος άρθρου, α­παγορεύεται να υπερβαίνει τα χίλια εννιακόσια (1.900) ευρώ το μήνα.

5.  Για τις επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τις εται­ρείες της υποπαραγράφου 1β, το μέσο κατά κεφαλή κό­στος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσω­πικού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 65% του μέσου κατά κεφαλήν αντίστοιχου κόστους της επιχείρησης, του οργανισμού ή της εταιρείας, όπως αυτό είχε διαμορ­φωθεί κατά την 31.12.2009.

Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου προ­κύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως α­ποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενι­κά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, μικρότε­ρο των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ κατά μήνα, ι­σχύει ως όριο το όριο των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ κατά μήνα.

6. Οι φορείς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου υποχρεούνται με το πέρας εκάστου τριμήνου και εντός είκοσι ημερών να υποβάλλουν στην Ειδική Γραμματεία ΔΕΚΟ αναλυτικά ποσοτικά στοιχεία για τον έλεγχο τή­ρησης των ανωτέρω περιορισμών. Σε περίπτωση που προκύπτει υπέρβαση των περιορισμών αυτών οι φορείς υποχρεούνται σε περικοπές το επόμενο τρίμηνο ώστε αφ’ ενός να συμμορφωθούν στα επιβαλλόμενα όρια και αφ’ ετέρου να αποκαταστήσουν την υπέρβαση του προη­γούμενου τριμήνου. Σε περίπτωση επιχορήγησης του φορέα από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, και εάν διαπι­στωθεί μη συμμόρφωση του οργανισμού σύμφωνα με τα ανωτέρω, διακόπτεται αυτοδικαίως η επιχορήγηση του.

Η εκ μέρους των οργάνων διοίκησης των φορέων της παραγράφου 1 παράλειψη αποκατάστασης των υπερβά­σεων των ορίων αποδοχών που ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συνιστά αδικοπραξία σε βά­ρος του Δημοσίου για την αποκατάσταση της οποίας τα όργανα διοίκησης ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολό­κληρο με τον φορέα της παραγράφου 1.

7. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγρά­φου 2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζόμενους των φορέων που υπάγονται στο πεδίο ε­φαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφό­σον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδο­χών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29.

8. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος αποδοχών των φορέ­ων της παραγράφου 1, όπως καθορίζεται με τις διατά­ξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθε­σμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής.

9. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρος συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας, που καθο­ρίζει αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν τα ανώτατα κατά περίπτωση όρια που ορί­ζονται στις προηγούμενες παραγράφους.

 

Άρθρο 32

Κατάργηση διατάξεων που ρυθμίζουν θέματα του παρόντος Κεφαλαίου και έναρξη ισχύος

1.  Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρό­ντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάτα­ξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.

Όπου σε διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή άλλων κανο­νιστικών πράξεων, γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο νο­είται ως παραπομπή στις διατάξεις του παρόντος Κεφα­λαίου που ρυθμίζουν το αντίστοιχο θέμα.

Επιδόματα ή παροχές που προβλέπονται από τις κα­ταργούμενες διατάξεις και τα οποία, κατά παραπομπή άλλων διατάξεων, χορηγούνται σε λειτουργούς ή υπαλλήλους, που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, εξακολουθούν να καταβάλλονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι παραπεμπόμενες διατάξεις με εξαίρεση την οικογενειακή παροχή, η οποία υπολογίζεται και κατα­βάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17.

2.  Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρό­ταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλε­κτρονικής Διακυβέρνησης και των κατά περίπτωση αρμό­διων Υπουργών, επιτρέπεται η προσαρμογή διατάξεων προς τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, εφόσον αυ­τό επιβάλλεται λόγω της μεταβολής του βαθμολογικού συστήματος και τα σχετικά θέματα δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Η ισχύς των προ­εδρικών διαταγμάτων μπορεί να ανατρέχει στην έναρξη της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου.

3. Οι αποδοχές των δημοσιογράφων που απασχολού­νται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε φορείς οι υ­πάλληλοι των οποίων υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, προσαρμόζονται κατά τρόπο αντίστοιχο προς αυ­τές των υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας και του ίδιου χρόνου υπηρεσίας με ανάλογη προσαρμογή των όρων της συλλογικής σύμβασης εργασίας που υπάγονται.

Οι αποδοχές δημοσιογράφων που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε φορείς που υπάγο­νται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 του νόμου αυ­τού, προσαρμόζονται κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που ισχύει για τους εργαζόμενους του αντίστοιχου φο­ρέα προσαρμοζόμενων αναλόγως των όρων της συλλο­γικής σύμβασης εργασίας που υπάγονται.

Σε κάθε περίπτωση οι δημοσιογράφοι της παραγρά­φου αυτής υπάγονται στο ασφαλιστικό καθεστώς που ι­σχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου.

4.  Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου αρχίζει την 1.11.2011.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΚΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ, ΠΡΟΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΕΦΕΔΡΕΙΑ

 

Άρθρο 33

Κατάργηση κενών οργανικών θέσεων και προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα

1. α. Οι κενές, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οργανικές θέσεις πολιτικών δημοσίων υπαλλή­λων, υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθ­μού και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαί­ου, καταργούνται με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων εδαφίων της παρούσας παραγράφου. Εξαι­ρούνται οι κενές οργανικές θέσεις:

α) για τις οποίες έχει εκδοθεί κατά το χρόνο έναρξης ι­σχύος του παρόντος νόμου έγκριση πρόσληψης προσω­πικού σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΠΥΣ 33/2006 (Α’ 280),

β) για την πλήρωση των οποίων έχει εκδοθεί πράξη προκήρυξης μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου,

γ) του νοσηλευτικού προσωπικού και του παραϊατρι­κού προσωπικού των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμά­των,

δ) του κλάδου των ιατρών του Ε.Σ.Υ., των φορέων κοι­νωνικής πρόνοιας και του Ε.Κ.Α.Β.,

ε) του εκπαιδευτικού προσωπικού της ανώτατης βαθμί­δας εκπαίδευσης,

στ) του διπλωματικού κλάδου και των εξομοιούμενων με αυτόν βαθμολογικά και μισθολογικά κλάδων του Υ­πουργείου Εξωτερικών, καθώς και της Ε.Υ.Π. και του καλλιτεχνικού προσωπικού της Ορχήστρας Λυρικής Σκη­νής, της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.

Αν οι κενές οργανικές θέσεις υπερβαίνουν, ανά κλάδο ή κατηγορία Υπουργείου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., το 60% των θέσεων που προβλέπονται από τον οικείο οργανισμό, ο αριθμός των θέσεων που καταργείται κατά κατηγορία και κλάδο, ανά Υπουργείο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. ορίζεται με την κοινή απόφαση του επόμενου εδαφίου.

Με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρ­ρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού που εκδίδεται εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου προσδιορίζονται κατ ‘ αριθμό, κλάδο και κατηγορία οι ορ­γανικές θέσεις που καταργούνται κατά τα ανωτέρω.

β. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοι­κητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υ.Κ.), που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007 (Α’26), όπως το εδάφιο αυ­τό προστέθηκε με την παρ. 19 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄115), το δεύτερο εδάφιο της παραγρά­φου 2 του άρθρου 159 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτι­κών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Κ.Κ.Δ.Κ.Υ.) που κυρώ­θηκε με το ν. 3584/2007 (Α’ 143), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 4018/ 2011, (Α’ 215) και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 145 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2812/2000 (Α’ 64), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ.1 του άρ­θρου 63 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), καταργούνται.

Υπάλληλοι που παρέμειναν στην υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων που καταργούνται με το προηγούμενο εδάφιο, και υπηρετούν, απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του Υ.Κ. και στο πρώ­το εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 159 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ., καθώς και στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 145 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, με την παρέλευση ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

γ. Πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και των λοιπών νο­μικών προσώπων δημοσίου δικαίου απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία τους με τη συμπλήρωση κατ’ ε­λάχιστον τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντά­ξιμης δημόσιας υπηρεσίας και τουλάχιστον του πεντηκο­στού πέμπτου (55ου) έτους της ηλικίας τους, εφόσον η συμπλήρωση της ως άνω υπηρεσίας και του ως άνω ορί­ου ηλικίας χωρήσουν μέχρι την 31.12.2013.

2. Οι οργανικές θέσεις των πολιτικών δημοσίων υπαλ­λήλων, υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δι­καίου, οι οποίοι απολύονται αυτοδικαίως σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπαραγράφων 1 β και 1 γ, καταργούνται αυτοδικαίως με την παρέλευση ενός μηνός από την έ­ναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι υπάλληλοι που υ­πηρετούν στις θέσεις που καταργούνται κατά τα οριζό­μενα στην υποπαράγραφο 1γ τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω επικείμενης συνταξιοδότησης (προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα) από την κατάργηση της θέσης και μέχρι τη συμπλήρωση της τριακονταπενταετούς πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας και του πεντηκο­στού πέμπτου έτους της ηλικίας τους όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο 1 γ.

3.  Κατά τη διάρκεια της προσυνταξιοδοτικής διαθεσι­μότητας λόγω επικείμενης συνταξιοδότησης παύει η ά­σκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κυρίων ή παρε­πομένων.

4.  Στον υπάλληλο που τίθεται σε κατάσταση προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας, καταβάλλεται αποκλει­στικά το 60% του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά το χρόνο εισόδου σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα, χωρίς την καταβολή οποιωνδήποτε άλλων πρόσθετων α­μοιβών, αποδοχών και επιδομάτων.

Αν ο υπάλληλος συνάψει οποιασδήποτε μορφής εργα­σιακή σχέση ή ασκήσει ελευθέριο επάγγελμα ή επιτή­δευμα κατά τη διάρκεια της προσυνταξιοδοτικής διαθε­σιμότητας, το καταβαλλόμενο σύμφωνα με το προηγού­μενο εδάφιο ποσοστό βασικού μισθού, περικόπτεται κα­τά το μέρος που οι πάσης φύσεως αποδοχές από την ερ­γασιακή σχέση που συνάφθηκε ή το εισόδημα από το ε­λευθέριο επάγγελμα ή επιτήδευμα που ασκήθηκε, υπερ­βαίνουν τις αποδοχές που ελάμβανε κατά την είσοδο του σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα. Με κοινή από­φαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοι­νωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται ο τρόπος υπολογισμού του εισοδήματος σε μηνιαία βάση από την τυχόν άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή επιτηδεύματος, τα ειδικότε­ρα ζητήματα ασφάλισης, καταβολής των εισφορών ερ­γαζομένου και εργοδότη, ο τελικός δικαιούχος φορέας των εισφορών και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.

5. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας λογίζεται συντάξιμος και προσμετράται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του υ­παλλήλου σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη για μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη.

6. Ως πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου θε­ωρείται η υπηρεσία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 155 του Υ.Κ., καθώς και κάθε άλ­λη υπηρεσία που έχει αναγνωριστεί για μισθολογική εξέ­λιξη, με εξαίρεση την προϋπηρεσία που προβλέπεται στο άρθρο 1 του ν. 1405/1983 (Α’ 180) για τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. πριν την 1.1.1983.

7. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του τελευταίου εδαφί­ου της υποπαραγράφου 1 β και της υποπαραγράφου 1 γ, καθώς και των παραγράφων 2 έως και 6 του παρόντος άρθρου:

α) οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, καθώς και οι ερευνητές και οι ειδικοί λειτουργικοί επι­στήμονες που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 1514/1985,

β) το ιατρικό, νοσηλευτικό και επιστημονικό – παραϊα­τρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ., των δημοσίων νοσηλευτι­κών ιδρυμάτων, των φορέων κοινωνικής πρόνοιας, του Ε.Κ.Α.Β., καθώς και των ασφαλιστικών ταμείων,

γ) οι υπάλληλοι του διπλωματικού κλάδου και των εξο­μοιούμενων με αυτόν μισθολογικά και βαθμολογικά κλά­δων του Υπουργείου Εξωτερικών, οι υπάλληλοι του ίδιου Υπουργείου που υπηρετούν στην αλλοδαπή κατά την έ­ναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και το καλλιτεχνικό προσωπικό της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής, της Κρατι­κής Ορχήστρας Αθηνών και της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης,

δ) οι θρησκευτικοί λειτουργοί των νομικών προσώπων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, των εξομοιούμε­νων προς αυτά κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 63 του ν. 3801/2009 (Α’ 163), καθώς και των λοιπών εκκλη­σιών, δογμάτων και κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος γνωστών θρησκειών,

ε) φύλακες φυλακών και σωφρονιστικοί υπάλληλοι, στ) το ένστολο προσωπικό του πυροσβεστικού σώματος και το προσωπικό της Ε.Υ.Π.,

ζ) όσοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κατέχουν θέση προϊσταμένου ή αναπληρωτή οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης,

η) υπάλληλος του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος έχει ενταχθεί σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ή στην εργασιακή εφεδρεία της παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), όπως τροποποιείται με τις διατά­ξεις του επομένου άρθρου,

θ) υπάλληλος του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τέ­κνο το οποίο τον βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994, Α’ 151) και συνοικεί με αυτόν, έχει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης το ετήσιο φορο­λογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημα του πρώτου ε­δαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. ορί­ζεται στις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ,

ι) υπάλληλος που είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχι­στον 67% ή πολύτεκνος κατά την έννοια των παραγρά­φων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του ν.1910/1944 (Α’ 229), εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερό­μενες διατάξεις του ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορο­λογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε.,

ια) υπάλληλος προστάτης μονογονεϊκής οικογένειας με τέκνο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει φορολο­γικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε..

8.  Για την αυτοδίκαιη απόλυση του υπαλλήλου και για τη θέση του σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Γενικό Γραμματέα του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου ή του κατά περίπτωση οργάνου δι­οίκησης του φορέα, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

9. Με την αυτοδίκαιη απόλυση του υπαλλήλου ή τη θέ­ση του σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα κατά τα ο­ριζόμενα στην παράγραφο 2, καταργείται η θέση του κλάδου και της κατηγορίας στον οποίο ανήκε ο υπάλλη­λος που απολύθηκε ή τέθηκε σε διαθεσιμότητα και απομειώνεται αντίστοιχα ο προβλεπόμενος αριθμός οργανι­κών θέσεων στους οικείους οργανισμούς. Για την κατάρ­γηση των ως άνω θέσεων εκδίδεται διαπιστωτική πράξη ανά φορέα, από τον Γενικό Γραμματέα του κατά περί­πτωση αρμόδιου Υπουργείου ή το κατά περίπτωση αρμό­διο όργανο διοίκησης του οικείου φορέα, η οποία δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Με­ταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικο­νομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερ­νήσεως ρυθμίζονται τα στοιχεία των διαπιστωτικών πρά­ξεων που προβλέπεται να εκδίδονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο τρόπος διαπίστωσης των εξαι­ρέσεων της παραγράφου 7 και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

11.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζο­νται τα σχετικά με την αποπληρωμή των στεγαστικών και άλλων συναφών δανείων από το Ταμείο Παρακατα­θηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) που έχουν ληφθεί από υπαλ­λήλους που εντάσσονται στην προσυνταξιοδοτική διαθε­σιμότητα και μπορεί να οργανώνονται προγράμματα του Τ.Π.Δ. για την αναχρηματοδότηση από αυτό και άλλων συναφών δανείων που έχουν λάβει υπάλληλοι που ε­ντάσσονται στην προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα από άλλα πιστωτικά ιδρύματα.

12.  Μέχρι την πλήρωση των θέσεων Προϊσταμένων ε­πιπέδου Τμήματος, Υποδιεύθυνσης και Διεύθυνσης που κενώνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου, σύμ­φωνα με τις διατάξεις των άρθρων 84, 85 και 86 του Υ­παλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α’ 26) και του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010 (Α’ 51), η τοποθέτηση των Προϊσταμένων διενεργείται με μόνη απόφαση του οικεί­ου Υπουργού ή του οικείου οργάνου διοίκησης που δη­μοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι υπάλ­ληλοι που τοποθετούνται προϊστάμενοι σε αυτές τις οργανικές μονάδες πρέπει να διαθέτουν τα τυπικά προσό­ντα που προβλέπονται για τη θέση που καταλαμβάνουν.

 

Άρθρο 34

Κατάργηση κενών θέσεων ιδιωτικού δικαίου και εργασιακή εφεδρεία

1. Η παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) α­ντικαθίσταται ως εξής:

«7. α) Το προσωπικό που τίθεται σε καθεστώς εργα­σιακής εφεδρείας εντάσσεται σε πίνακες κατάταξης από το ΑΣΕΠ, με βάση αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια (όπως τυπικά προσόντα, εμπειρία, οικογενειακή κατά­σταση, ηλικία, προϋπηρεσία, ειδικές γνώσεις κ.λπ.). Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρο­νικής Διακυβέρνησης, καθορίζονται τα αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια που προβλέπονται στο προηγούμε­νο εδάφιο, η διαδικασία κατάρτισης του πίνακα και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας πα­ραγράφου.

Από τους εν λόγω πίνακες κατάταξης, το ανωτέρω προσωπικό:

αα) μπορεί να μεταφέρεται ύστερα από αίτηση του με την ίδια σχέση εργασίας σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (Α’ 234), εφόσον υπάρ­χουν αιτήματα των φορέων αυτών για πλήρωση θέσεων τακτικού προσωπικού, σε ποσοστό 10% των ετήσιων προσλήψεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του άρθρου 11 του ν. 3833/2010,

ββ) επιλέγεται ύστερα από αίτηση του κατά προτεραι­ότητα σε ποσοστό 30% επί του συνόλου των εκάστοτε θέσεων που προκηρύσσονται για απασχόληση προσωπι­κού ορισμένου χρόνου σε υπηρεσίες και φορείς του δη­μόσιου τομέα,

γγ) προηγείται έναντι όλων των λοιπών κατηγοριών για την επιλογή υποψηφίων για μερική απασχόληση, σύμφωνα με το ν. 3250/2004, εφόσον υποβάλει αίτηση.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις η τυχόν επιλογή για απα­σχόληση επιφέρει διακοπή της καταβολής των αποδο­χών της εργασιακής εφεδρείας.

β) Σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας δεν εντάσσεται εργαζόμενος:

αα) του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος έχει ενταχθεί ήδη σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα ή στην εργα­σιακή εφεδρεία της παρούσας παραγράφου,

ββ) του οποίου ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τέκνο το ο­ποίο τον βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994, ΑΊ51) και συνοικεί με αυτόν, έ­χει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67%. Για την ε­φαρμογή της παρούσας διάταξης το ετήσιο φορολογού­μενο και απαλλασσόμενο εισόδημα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται στις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.

γγ) που είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχιστον 67% ή πολύτεκνος κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του ν. 1910/1944 (Α’ 229), εφόσον τα τέκνα, που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατά­ξεις του ν. 1910/1944, τον βαρύνουν φορολογικά, σύμ­φωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε.,

δδ) που είναι προστάτης μονογονεϊκής οικογένειας με τέκνο που συνοικεί με αυτόν και τον βαρύνει φορολογι­κά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε..

γ) Το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς εργα­σιακής εφεδρείας συνεχίζει να λαμβάνει για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών, και εφόσον προβλέπεται από ειδικότερες διατάξεις μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μή­νες, από την ένταξη του στο καθεστώς αυτό, αποδοχές ίσες με το 60% του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά το χρόνο εισόδου του στο καθεστώς εργασιακής εφε­δρείας.

δ) Για το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς ερ­γασιακής εφεδρείας καταβάλλονται από τον φορέα προ­έλευσης οι εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που α­ναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρό­νοια και υγειονομική περίθαλψη, υπολογιζόμενες επί των τακτικών αποδοχών που ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο ένταξης του στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας κατά τον ίδιο χρόνο. Αν ο φορέας προέλευσης έχει καταργηθεί, οι ως άνω εισφορές, καθώς και η τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση λόγω απόλυσης καταβάλλονται από τον Ο.Α.Ε.Δ.. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δι­οικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνη­σης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλι­σης μπορεί κατ’ εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου να καθορίζεται διαφορετικός φορέας καταβολής των α­ποδοχών ή και των εισφορών του προηγούμενου εδαφί­ου και να ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα.

ε) Η ένταξη στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας λο­γίζεται ως προαναγγελία απόλυσης για κάθε έννομη συ­νέπεια και οι αποδοχές που καταβάλλονται στο προσω­πικό που εντάσσεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υ­ποπαράγραφο γ’, συμψηφίζονται με την αποζημίωση λόγω απόλυσης που τυχόν οφείλεται κατά τη λήξη του χρόνου της εργασιακής εφεδρείας.

στ) Αν ο εργαζόμενος συνάψει οποιασδήποτε μορφής εργασιακή σχέση ή ασκήσει ελευθέριο επάγγελμα ή επι­τήδευμα κατά τη διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας, το καταβαλλόμενο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο ποσοστό βασικού μισθού, περικόπτεται κατά το μέρος που οι πάσης φύσεως αποδοχές από την εργασιακή σχέ­ση που συνάφθηκε ή το εισόδημα από το ελευθέριο ε­πάγγελμα ή επιτήδευμα που ασκήθηκε, υπερβαίνουν τις αποδοχές που ελάμβανε κατά την είσοδο του στην ερ­γασιακή εφεδρεία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οι­κονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθ­μίζονται ο τρόπος υπολογισμού του εισοδήματος σε μη­νιαία βάση από την τυχόν άσκηση ελευθερίου επαγγέλ­ματος ή επιτηδεύματος, τα ειδικότερα ζητήματα ασφάλι­σης, καταβολής των εισφορών εργαζομένου και εργοδό­τη, ο τελικός δικαιούχος φορέας των εισφορών και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.»

2. Καταργούνται οι κενές, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, θέσεις εργαζομένων με σχέση εργα­σίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και τις επιχειρήσεις τους, στα Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο κρά­τος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. κατά την έννοια της επί­τευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού ή εποπτείας ή διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της διοίκησης τους ή επιχορηγούνται τακτικά σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και στις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανι­σμούς και ανώνυμες εταιρείες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005 (Α’ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις όμοιες της παρ. 1α του ν. 3899/2010 (Α’ 212).

Εξαιρούνται οι κενές θέσεις:

α) για τις οποίες έχει εκδοθεί κατά το χρόνο έναρξης ι­σχύος του παρόντος νόμου έγκριση πρόσληψης προσω­πικού σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΠΥΣ 33/2006 (Α’ 280),

β) για την πλήρωση των οποίων έχει εκδοθεί πράξη προκήρυξης μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και

γ) καλλιτεχνικού προσωπικού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, του Εθνικού θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής.

3.  Η σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των εργαζομένων στους φορείς της προηγούμε­νης παραγράφου με εξαίρεση το καλλιτεχνικό προσωπι­κό της περίπτωσης γ’ της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και το ιατρικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προ­σωπικό των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, των φο­ρέων κοινωνικής πρόνοιας του ΕΚΑΒ και των ασφαλιστι­κών ταμείων, καθώς και τους ερευνητές και ειδικούς λει­τουργικούς επιστήμονες που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 1514/1985, λύεται αυτοδικαίως εκ του νόμου, όταν συντρέξουν στο πρόσωπο τους οι προϋποθέσεις συντα­ξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης, που αντιστοι­χούν σε τριάντα πέντε (35) χρόνια ασφάλισης, εφόσον το δικαίωμα αυτό αποκτάται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέχρι και την 31.12.2013.

4. Οι εργαζόμενοι της προηγούμενης παραγράφου τί­θενται αυτοδικαίως, με την παρέλευση ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σε εργασιακή ε­φεδρεία και μέχρι την κατά την προηγούμενη παράγρα­φο λύση της σχέσης εργασίας τους.

5.  α) Οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δι­καίου αορίστου χρόνου των φορέων που καταργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν. 4002/ 2011 (Α’ 180), εντάσσονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην εργασιακή εφεδρεία που προβλέ­πεται στην παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011.

β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 56 του ν. 4002/2011 καταργείται.

γ) η παράγραφος 5 του άρθρου 62 του ν. 4002/2011 καταργείται.

6. Το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των νομικών προσώπων που συγχω­νεύονται ή λύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ­θρων 57 έως και 64 και 66 του ν. 4002/2011 εντάσσονται από 1.1.2012 στην εργασιακή εφεδρεία της παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως τροποποιείται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφό­σον μέχρι 30.11.2011 δεν έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις μεταφοράς προσωπικού από τα αρμόδια όργανα που προβλέπεται στις ως άνω διατάξεις.

7. Με απόφαση του οργάνου διοίκησης των φορέων υ­ποδοχής των νομικών προσώπων της προηγούμενης πα­ραγράφου, που εκδίδεται το αργότερο μέχρι 31.12.2011, προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορί­στου χρόνου, των κατηγοριών ΥΕ και ΔΕ, σε αριθμό ίσο με το προσωπικό των κατηγοριών αυτών που μεταφέρ­θηκε και εντάχθηκε στον φορέα υποδοχής, κατά τα ορι­ζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 57 έως και 64, και 66 του ν. 4002/2011, εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας της παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως η παράγραφος τροποποιείται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Αν μέχρι την ως ά­νω ημερομηνία δεν έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικα­σία ένταξης του ανωτέρω προσωπικού στο καθεστώς αυ­τό, το σύνολο του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιω­τικού δικαίου αορίστου χρόνου των κατηγοριών αυτών (ΥΕ και ΔΕ) του φορέα υποδοχής, θεωρείται πλεονάζον και εντάσσεται αυτοδικαίως από 1.1.2012 στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας που ορίζεται στο προηγούμενο ε­δάφιο με την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου β’ της παραγράφου 7 του άρθρου 37 του ν. 3986/2011, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Κριτήριο ένταξης στην εργασιακή εφεδρεία του ως άνω προσωπικού αποτελεί η προϋπηρεσία του εργαζομένου στον φορέα προέλευσης ή υποδο­χής, εντασσομένων στην εργασιακή εφεδρεία όσων έ­χουν την ολιγότερη προϋπηρεσία.

8.  Η χρονική διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μή­νες, προκειμένου για εργαζόμενους της παραγράφου 4, και τους δώδεκα (12) μήνες, προκειμένου για εργαζόμε­νους των παραγράφων 5, 6 και 7.

9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας.

10.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζο­νται τα σχετικά με την αποπληρωμή των στεγαστικών και άλλων συναφών δανείων από το Ταμείο Παρακατα­θηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) που έχουν ληφθεί από εργα­ζόμενους που εντάσσονται στην εργασιακή εφεδρεία, μπορεί να διευρύνεται ο κύκλος δικαιούχων για τη λήψη δανείων από το Τ.Π.Δ. με την ένταξη εργαζομένων που εντάσσονται στην εργασιακή εφεδρεία και να οργανώ­νονται προγράμματα του Τ.Π.Δ. για την αναχρηματοδό­τηση από αυτό και άλλων συναφών δανείων που έχουν λάβει εργαζόμενοι που εντάσσονται στην εργασιακή ε­φεδρεία από άλλα πιστωτικά ιδρύματα.

11.  Με προγραμματική σύμβαση που συνάπτει το Ελ­ληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οι­κονομικών με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών ρυθμίζο­νται θέματα σχετικά με τη διευκόλυνση της εξυπηρέτη­σης και αποπληρωμής δανείων που έχουν λάβει πρόσω­πα που εντάσσονται στην προσυνταξιοδοτική διαθεσιμό­τητα του προηγουμένου άρθρου ή στην εργασιακή εφε­δρεία του παρόντος άρθρου, καθώς και στο πεδίο εφαρ­μογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Β ‘ του παρόντος νόμου, ανάλογα με το συνολικό οικογενειακό εισόδημα και την περιουσιακή κατάσταση καθενός από αυτά.

 

Άρθρο 35

Αναδιοργάνωση Δημοσίων Υπηρεσιών

Ανακατανομή οργανικών θέσεων

1. Σε κάθε Υπουργείο συστήνεται δια του παρόντος Ε­πιτροπή Αναδιοργάνωσης Δημοσίων Υπηρεσιών, η οποία αποτελείται από τον Γενικό Γραμματέα, τους Γενικούς Γραμματείς των Γενικών Γραμματειών και τον Γενικό Δι­ευθυντή Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου. Η Ε­πιτροπή συγκροτείται με απόφαση του οικείου Υπουρ­γού μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρό­ντος νόμου. Έργο της Επιτροπής είναι ο έλεγχος της υ­φιστάμενης οργανωτικής διάρθρωσης του οικείου Υ­πουργείου και των εποπτευομένων από αυτό νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ο εντοπισμός υπηρεσια­κών μονάδων που έχουν προδήλως περιορισμένο αντι­κείμενο αρμοδιοτήτων ή στις οποίες υπηρετεί προσωπι­κό που πλεονάζει ή ελλείπει σε σχέση με τις ασκούμε­νες από την υπηρεσιακή μονάδα αρμοδιότητες και η α­νακατανομή των οργανικών θέσεων στις υπηρεσιακές μονάδες του Υπουργείου ή του Ν.Π.Δ.Δ. ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.

2. Η ανακατανομή των οργανικών θέσεων διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθ­μισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του κατά πε­ρίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από εισήγηση της οικείας Επιτροπής    Αναδιοργάνωσης    μέχρι    την 31.12.2011, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως. Με την απόφαση ανακατανομής προσδιορίζονται κατά κλάδο και κατά κατηγορία οι τυχόν πλεονά­ζουσες οργανικές θέσεις προσωπικού.

3. Οι θέσεις που πλεονάζουν μεταφέρονται με κοινή α­πόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών και των αρμόδιων κατά περίπτωση Υπουργών, στα Υπουργεία ή και Ν.Π.Δ.Δ. στα οποία ελλείπουν αναγκαίες οργανικές θέσεις, σύμφωνα με την εισήγηση της Επιτροπής Ανα­διοργάνωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και εάν δεν ελλείπουν, καταργούνται.

4.  Από 1.1.2012 τίθεται σε εφαρμογή διαδικασία αξιο­λόγησης των οργανικών μονάδων και του προσωπικού των φορέων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ειδικότερα οι φορείς αυτοί προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοι­κητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνη­σης, η οποία εκδίδεται έως 31.12.2011. Η διαδικασία αξιολόγησης διενεργείται με αξιοκρατικά-επιστημονικά κριτήρια με τη συνδρομή και εξωτερικών συμβούλων και ολοκληρώνεται το αργότερο μέχρι 31.12.2012. Η αξιο­λόγηση του προσωπικού τελεί υπό την εποπτεία του Α­ΣΕ Π, το οποίο έχει ως αρμοδιότητα ιδίως να παρακολου­θεί και να προβαίνει σε σχετικές υποδείξεις, με σκοπό την αξιολόγηση σύμφωνα με τις αρχές της αξιοκρατίας και της αντικειμενικότητας. Βάσει του αποτελέσματος της αξιολόγησης και το αργότερο μέχρι 31.12.2013, ο­λοκληρώνεται η αναδιάρθρωση των δημοσίων υπηρε­σιών, συντάσσονται νέα οργανογράμματα, καταργούνται υπηρεσιακές μονάδες περιορισμένου αντικειμένου ή αρ­μοδιοτήτων, μετακινείται ή μετατίθεται το προσωπικό αυτών και καταργούνται οργανικές θέσεις που πλεονά­ζουν.

5.  Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής επιτρέπεται η μετάθεση ή μετάταξη υπαλλήλου, περιλαμβανομένων των μετατάξε­ων των άρθρων 69, 70 και 72 του Υπαλληλικού Κώδικα, και χωρίς να υπάρχει κενή οργανική θέση στην υπηρε­σία, τον κλάδο ή τον φορέα που μετατάσσεται ή μετατί­θεται, με ταυτόχρονη μεταφορά της θέσης που κατέχει ο υπάλληλος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

Άρθρο 36

1. Προκειμένου περί του προσωπικού που προσλαμβά­νεται σε εκτέλεση της πράξης «Δημιουργία θέσεων απα­σχόλησης σε τοπικό επίπεδο μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισί­ου Αναφοράς για την Προγραμματική Περίοδο 2007-2013 (ΕΣΠΑ) που προκηρύσσεται και ελέγχεται από Δια­χειριστική Αρχή του Δημοσίου, το ΑΣΕΠ ασκεί την επο­πτεία και τον έλεγχο των διαδικασιών επιλογής συμμε­τεχόντων/ωφελουμένων από τους Δικαιούχους των ανωτέρω προγραμμάτων, ιδίως ως προς την έγκριση της πρόσκλησης – ενημέρωσης προς τους δυνητικά ωφε­λούμενους (ανακοίνωση πρόσληψης), τον έλεγχο της νομιμότητας των πινάκων κατάταξης που καταρτίζουν οι Δικαιούχοι, καθώς και την εξέταση των ενστάσεων που υποβάλλουν οι συμμετέχοντες κατά των ανωτέρω πινά­κων.

2. Για την άσκηση της κατά τα ανωτέρω αρμοδιότητας δύνανται να εφαρμόζονται αναλόγως, οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 (Α’ 28), όπως ισχύει. Τα κρι­τήρια και η διαδικασία επιλογής, καθώς και ο τρόπος α­πόδειξης των κριτηρίων, όπως ορίζονται στην οικεία Πρόσκληση της Διαχειριστικής Αρχής προς τους Δικαιούχους, εξειδικεύονται με την ανακοίνωση πρόσληψης.

 

Άρθρο 37

Ρυθμίσεις Συλλογικών Διαπραγματεύσεων

1.  Η παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 1876/1990 (Α’ 27) α­ντικαθίσταται ως εξής:

«5. Οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις συνά­πτονται, κατά σειρά προτεραιότητας, από συνδικαλιστι­κές οργανώσεις της επιχείρησης που καλύπτουν τους εργαζόμενους ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συνδι­καλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, από ένωση προ­σώπων, και πάντως ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητα των εργαζομένων στην επιχείρη­ση και, εφόσον αυτές ελλείπουν, από τις αντίστοιχες πρωτοβάθμιες κλαδικές οργανώσεις και από τον εργο­δότη.

Η ένωση προσώπων του προηγούμενου εδαφίου συ­στήνεται τουλάχιστον από τα τρία πέμπτα (3/5) των ερ­γαζομένων στην επιχείρηση, ανεξαρτήτως του συνολι­κού αριθμού εργαζομένων σε αυτήν και χωρίς η διάρκεια της να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Εάν μετά την τυχόν σύσταση ένωσης προσώπων για το σκοπό της παραγράφου αυτής, πάψει να συντρέχει η προϋπόθεση της συμμετοχής των τριών πέμπτων (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση, η οποία απαιτείται για τη σύσταση της, διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση. Για δε τα λοιπά θέμα­τα που αφορούν την ένωση προσώπων εξακολουθεί να εφαρμόζεται η περίπτωση γγ ‘ του εδαφίου α ‘ της παρα­γράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 1264/1982 (Α’ 79).»

2.  Η παράγραφος 5Α, που προστέθηκε στο άρθρο 3 του ν. 1876/1990, με τη διάταξη του άρθρου 13 του ν. 3899/2010 (Α’ 212), καταργείται.

3.  Η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1876/1990 αντικαθί­σταται ως εξής:

«1. Ικανότητα για σύναψη συλλογικών συμβάσεων ερ­γασίας έχουν:

α. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών όλων των βαθμίδων στο πεδίο της δραστη­ριότητας τους, καθώς και οι ενώσεις προσώπων με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του άρ­θρου 3 του νόμου αυτού.

Ειδικότερα για την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νό­μου αυτού, από την πλευρά των εργαζομένων, ικανότητα για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας έχει η πλέ­ον αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργά­νωση. Για τις υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις εργα­σίας του άρθρου 3 αυτού του νόμου, από την πλευρά των εργαζομένων, ικανότητα για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας έχει η πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων στο πεδίο ισχύος της συλλογικής σύμβασης εργασίας.

β. Κάθε εργοδότης για τους εργαζόμενους που απα­σχολεί στην επιχείρηση του.

γ. Πα τους εργαζομένους σε δικηγορικά, σε συμβολαι­ογραφικά και άλλα γραφεία η σχετική συλλογική σύμβα­ση θα υπογράφεται ή η διαιτητική διαδικασία θα διεξάγεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζο­μένων και του οικείου Ν.Π.Δ.Δ., στο οποίο υπάγονται οι εργοδότες.»

4.  Η παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 1876/1990 αντικαθί­σταται ως εξής:

«3.α. Για τη νομιμοποίηση των εκπροσώπων των συν­δικαλιστικών οργανώσεων εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των καταστατικών τους. β. Για τη νομιμοποίη­ση των εκπροσώπων της ένωσης προσώπων της περί­πτωσης α’ της παραγράφου 1, εφαρμόζονται οι ρυθμί­σεις της ιδρυτικής της πράξης.»

5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 1876/1990 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαι­σίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής η επιχειρησιακή συλ­λογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση Συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυ­σμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.»

6.  Η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11 του ν.1876/1990 αναστέλλεται όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δη­μοσιονομικής Στρατηγικής.

7.  Η παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.1876/1990 αντικαθί­σταται ως εξής:

«3. Την επέκταση μπορεί να ζητήσει και αρμόδια συν­δικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων ή των εργοδο­τών με αίτηση της, που υποβάλλει στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης του Υ­πουργού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

8. Στην παρ. 1 του άρθρου 787 του Κ.Πολ,Δ. προστίθε­ται εδάφιο β’ ως εξής:

«Η συζήτηση της αίτησης ορίζεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών, το δε δικαστήριο αποφαίνεται οριστι­κά αμέσως και δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Η από­φαση του δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας ή το αργότερο εντός 48 ωρών.»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

 

Άρθρο 38

Υπολογισμός και καταβολή φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων

1. Οι διατάξεις του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α’ 151), καταργούνται.

2. Το άρθρο 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Άρθρο 9

Υπολογισμός και καταβολή του φόρου

1. Το δηλωθέν εισόδημα πραγματικό ή αυτό που προ­κύπτει με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φο­ρολογουμένου υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακό­λουθη κλίμακα:

Κλιμάκιο

Εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολογικός Συντελεστής

%

Φόρος

Κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

Εισοδήματος

(ευρώ)

Σύνολο

Φόρου

(ευρώ)

5.000 0 0 5.000 0
7.000 10 700 12.000 700
4.000 18 720 16.000 1.420
10.000 25 2.500 26.000 3.920
14.000 35 4.900 40.000 8.820
20.000 38 7.600 60.000 16.420
40.000 40 16.000 100.000 32.420
Άνω των 100.000 45

Για τους νέους ηλικίας έως και τριάντα ετών, για τους συνταξιούχους άνω των εξήντα πέντε ετών και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, όπως ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ή συνταξιούχους ανεξαρτήτως ηλι­κίας με παιδιά με ειδικές ανάγκες, το αφορολόγητο πο­σό ορίζεται στις εννιά χιλιάδες (9.000) ευρώ, εφόσον το δηλωθέν εισόδημα, πραγματικό ή αυτό που προκύπτει με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες και δα­πάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φορολο­γουμένου, δεν υπερβαίνει τις εννιά χιλιάδες (9.000) ευ­ρώ. Ειδικά για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, όταν το συνολικό τους εισόδημα είναι από εννιά χιλιά­δες (9.000) ευρώ και άνω, το ποσό του φόρου που προ­κύπτει με βάση την ανωτέρω κλίμακα περιορίζεται ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την α­φαίρεση του φόρου να μην υπολείπεται του ποσού των εννιά χιλιάδων (9.000) ευρώ.

Το κατά περίπτωση αφορολόγητο ποσό ισχύει, εφό­σον ο φορολογούμενος προσκομίσει αποδείξεις που έ­χουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βι­βλίων και Στοιχείων για δαπάνες αγοράς αγαθών και λή­ψης υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποιεί ο ίδιος, η σύ­ζυγος του και τα τέκνα που τους βαρύνουν. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή και τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρ­θρου 47 του Κ.Φ.Ε., όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας, σε ψυχιατρικά καταστήματα, φυλακισμένοι και οι κάτοικοι κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματος τους, δικαιούνται το αφορολόγητο ποσό της κλίμακας χωρίς την προσκόμιση αποδείξεων. Στις πιο πάνω δαπάνες δεν περιλαμβάνο­νται αυτές που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 9, οι δαπάνες για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 17, οι δαπάνες που προβλέ­πονται στο άρθρο 23, οι δαπάνες ύδρευσης, αποχέτευ­σης, ηλεκτρισμού και τηλεπικοινωνιών γενικά, καθώς και οι δαπάνες εισιτηρίων κάθε είδους μεταφορικών μέσων.

Το ποσό των αποδείξεων δαπανών, που απαιτείται να προσκομισθούν, ορίζεται σε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ατομικού εισοδήματος του φορολογουμένου του δηλούμενου και φορολογούμενου σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις και για ποσό εισοδήματος μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ. Αν το ποσό των προσκο­μιζόμενων αποδείξεων δαπανών του φορολογουμένου υπολείπεται του πιο πάνω ποσού, τότε επί της διαφοράς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί υπολογίζονται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους μόνον εφό­σον έχουν περιληφθεί στην εμπρόθεσμη δήλωση και επι­μερίζονται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το δηλού­μενο και φορολογούμενο σύμφωνα με τις γενικές διατά­ξεις ατομικό εισόδημα της εμπρόθεσμης δήλωσης τους. Η καταγραφή των στοιχείων των αποδείξεων δαπανών που απαιτείται να προσκομισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων μπορεί να γίνεται μέ­σω διαδικτύου ή μαγνητικής κάρτας που είναι ανώνυμη και προαιρετική για τον φορολογούμενο. Τα δεδομένα που καταγράφονται για λογαριασμό του φορολογούμε­νου είναι: α) ο Α.Φ.Μ. του εκδότη της απόδειξης και β) η ημερομηνία και το ποσό της συναλλαγής. Αρμόδια αρχή για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων είναι η Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται: α) η διαδικασία και το σύστημα καταγραφής των στοιχείων των αποδείξεων μέσω διαδικτύου ή μαγνητικής κάρτας, β) οι φορείς, δη­μόσιοι ή ιδιωτικοί, που υποχρεούνται να παρέχουν την υ­ποστήριξη και συνεργασία τους για την πραγματοποίηση του ως άνω συστήματος, καθώς και οι σχετικές διαδικα­σίες, γ) οι τεχνικές προδιαγραφές των απαιτούμενων ε­φαρμογών και υποδομών για τη λειτουργία του, δ) τα εν γένει οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, ε) η έναρξη εφαρμο­γής της καταγραφής των στοιχείων των αποδείξεων δα­πανών μέσω διαδικτύου ή μαγνητικής κάρτας και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

2.  Το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας της προηγούμενης παραγράφου αυξάνεται κα­τά δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε τέκνο από τα δύο πρώτα του φορολογούμενου που τον βαρύνουν και κατά τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε επόμενο τέκνο που τον βαρύνουν.

Το ποσό με το οποίο προσαυξάνεται το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, μειώνει το ποσό του δεύτερου κλιμακίου και εάν αυτό δεν επαρκεί, το ποσό του τρί­του κλιμακίου και όποιου επόμενου απαιτείται.

Εάν ο ένας σύζυγος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έ­χει είναι μικρότερο από το αφορολόγητο ποσό του πρώ­του κλιμακίου της κλίμακας, το αφορολόγητο ποσό που αφορά τα τέκνα ή η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το αφορολόγητο ποσό που αφορά τα τέκνα προστίθεται στο αφορολόγητο ποσό του άλλου συζύγου.

3.  Επίσης, το αφορολόγητο ποσό της κλίμακας αυξά­νεται με το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ ως δα­πάνη χωρίς δικαιολογητικά, για τον ίδιο φορολογούμενο και για καθένα από τα πρόσωπα που συνοικούν με αυτόν ή τον βαρύνουν, εφόσον:

α) Παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και πάνω από νοητική καθυστέρηση, φυσική ανα­πηρία ή ψυχική πάθηση, με βάση τη γνωμάτευση της οικείας πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, που ε­δρεύει σε κάθε νομό. Δεν λαμβάνεται υπόψη επαγγελ­ματική ή ασφαλιστική αναπηρία.

β) Είναι τυφλοί που είναι γραμμένοι στο γενικό μη­τρώο τυφλών, που τηρείται στην οικεία νομαρχία.

γ) Είναι νεφροπαθείς που τελούν υπό αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν κάνει μεταμόσχευση νε­φρού, καθώς και τα πρόσωπα που πάσχουν από μεσογει­ακή, δρεπανοκυτταρική και μικροδρεπανοκυτταρική α­ναιμία και κάνουν μεταγγίσεις αίματος.

δ) Είναι ανάπηροι αξιωματικοί ή οπλίτες, οι οποίοι με την ιδιότητα του αναπήρου παίρνουν σύνταξη από το δη­μόσιο ταμείο ή αξιωματικοί οι οποίοι έχουν τεθεί σε κα­τάσταση πολεμικής διαθεσιμότητας ή αξιωματικοί που ε­ξαιτίας πολεμικού τραύματος ή νοσήματος που επήλθε λόγω κακουχιών σε πολεμική περίοδο, βρίσκονται σε κα­τάσταση υπηρεσίας γραφείου ή πρόσωπα που έχουν υ­παχθεί στις διατάξεις του ν. 1579/1950 (Α ‘ 286 ) και του ν.δ. 330/1947 (Α ‘ 84).

ε) Είναι θύματα πολέμου, θύματα πολέμου κατά την έννοια του παρόντος είναι τα πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη από πολεμική αιτία. Με τα θύματα πολέμου εξομοιώνονται και τα πρόσωπα τα οποία ως μέλη οικογενει­ών αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας σε ειρηνική πε­ρίοδο, δικαιούνται σύνταξη από το δημόσιο ταμείο.

στ) Παίρνουν σύνταξη από το δημόσιο ταμείο ως ανά­πηροι ή θύματα εθνικής αντίστασης ή εμφυλίου πολέμου σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 1543/1985 (Α’ 73) και 1863/1985 (Α’ 204), όπως τροποποιήθηκαν με το ν.1976/1991 (Α’ 184).

4. Το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την κλί­μακα της παραγράφου 1 μειώνεται κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) κάθε καταβαλλόμενης από τις παρακά­τω δαπάνες:

α) Των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλ­ψης του φορολογουμένου και των λοιπών προσώπων που τον βαρύνουν. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Ως έξοδα ιατρι­κής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται:

αα) οι αμοιβές που καταβάλλονται σε ιατρούς, όλων των ειδικοτήτων για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, καθώς και οι αμοιβές που καταβάλλονται σε οδοντιάτρους, για οδοντοθεραπεία, οδοντοπροσθετική και γναθοχειρουργική.

ββ) Τα έξοδα νοσηλείας που καταβάλλονται σε νοση­λευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές κλινικές, στα οποία περι­λαμβάνονται και τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη μέσα σε αυτά, καθώς και οι δαπάνες που καταβάλλονται για διαρκή κάλυψη ιατρικών αναγκών.

γγ) Οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι.

δδ) Η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώμα­τος με τεχνητά μέλη, καθώς και η δαπάνη για την αγορά ή τοποθέτηση στο σώμα του ασθενούς οργάνων, τα οποία είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού.

εε) Τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που είναι άγαμα ή διαζευγμένα ή τελούν σε κατάσταση χηρείας, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο και απαλ­λασσόμενο εισόδημα τους δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ και πάσχουν από ανίατο νόση­μα, καθώς επίσης και με τις ίδιες προϋποθέσεις η δαπάνη για την περίθαλψη με οποιονδήποτε τρόπο των τυφλών, κωφαλάλων ή διανοητικά καθυστερημένων τέκνων του φορολογούμενου, όπως και η δαπάνη τους για δίδακτρα ή τροφεία που καταβάλλονται γι’ αυτά τα τέκνα σε ειδι­κές για την πάθηση τους σχολές ή θεραπευτήρια.

στστ) Ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα.

Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 7, τα οποία συνοικούν με τον φορολογούμενο και παρουσιάζουν ανα­πηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και πάνω από νοητι­κή καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση με βάση τη γνωμάτευση της οικείας πρωτοβάθμιας υγειονο­μικής επιτροπής, που εδρεύει σε κάθε νομό ή είναι τυ­φλοί που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών, που τηρείται στην οικεία νομαρχία και έχουν αποκτήσει ετήσιο εισόδημα πάνω από έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, εκπίπτει το ποσό των εξόδων ια­τρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης που υπερβαίνει το συνολικό ετήσιο καθαρό πραγματικό, φορολογούμενο με τις γενικές διατάξεις ή με ειδικό τρόπο ή απαλλασσό­μενο ή τεκμαρτό εισόδημα των προσώπων αυτών.

Επίσης, περιλαμβάνονται οι δαπάνες για έξοδα ιατρι­κής και νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που ορί­ζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που καταβάλλονται από γονέα που δεν συνοικεί μαζί τους, λόγω διάζευξης με τον άλλο γονέα.

β) Του ποσού του μισθώματος που καταβάλλεται ετη­σίως για κύρια κατοικία του φορολογούμενου και της οι­κογένειας του. Δεν δικαιούνται την έκπτωση αυτή όσοι παίρνουν στεγαστικό επίδομα. Ομοίως, δεν δικαιούνται τη μείωση αυτή οι φορολογούμενοι, όταν οι ίδιοι ή οι σύ­ζυγοι τους ή τα τέκνα που τους βαρύνουν έχουν πλήρη κυριότητα ή κατοχή, εξ ολοκλήρου, σε οικία με επιφά­νεια τουλάχιστον ίση με εκείνη της μισθωμένης κύριας κατοικίας, η οποία βρίσκεται στον ίδιο νομό με τη μισθω­μένη. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και όταν η πιο πάνω οικία ανήκει εξ αδιαιρέτου είτε στον φορολο­γούμενο και στη σύζυγο του είτε στον φορολογούμενο και στα τέκνα τους που τους βαρύνουν είτε στη σύζυγο του και στα τέκνα τους που τους βαρύνουν.

Του ποσού του μισθώματος που καταβάλλει ετησίως για τα τέκνα του ο φορολογούμενος που μισθώνει κατοι­κίες για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών τους, τα οποία φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του εσωτερικού, εφόσον αυτά τον βαρύνουν και εφόσον οι κατοικίες που μισθώνονται βρίσκονται στην πόλη που έχει την έδρα της η σχολή ή το σχολείο που φοιτούν τα τέκνα του και αυτός ή τα τέκνα του δεν έ­χουν άλλη κατοικία σε αυτή την πόλη. Η περιοχή των δή­μων του κεντρικού, του νότιου, του βόρειου, του δυτικού τομέα και του Πειραιά της Περιφέρειας Αττικής, θεωρεί­ται ως μια πόλη.

Η έκπτωση αναγνωρίζεται, μόνο όταν ο φορολογούμε­νος αναγράψει στις οικείες ενδείξεις της ετήσιας δήλω­σης φόρου εισοδήματος τον αριθμό φορολογικού μητρώου του εκμισθωτή. Αν πρόκειται για εκμισθωτές που δεν κατοικούν ούτε διαμένουν στην Ελλάδα, μπορεί να αναγράφεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου του πλη­ρεξούσιου ή νόμιμου εκπροσώπου τους. Για τους ανήλι­κους εκμισθωτές που δεν έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου, αναγράφεται το αντίστοιχο στοιχείο του προ­σώπου που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου.

γ) Του ποσού της δαπάνης για παράδοση κατ’ οίκον ι­διαίτερων μαθημάτων ή για φροντιστήρια οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή ξένων γλωσ­σών, το οποίο καταβάλλει ετησίως ο φορολογούμενος για κάθε τέκνο που τον βαρύνει ή για τον ίδιο. Στη δαπά­νη της υποπερίπτωσης αυτής περιλαμβάνεται και η δα­πάνη του πρώτου εδαφίου που καταβάλλεται ετησίως α­πό γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη, για κάθε τέκνο α­πό αυτά που ορίζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που δεν συνοικούν μαζί του.

Το ποσό της κάθε δαπάνης των περιπτώσεων β ‘ και γ ‘ επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να υ­περβεί το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Για τον υπολογισμό των ποσών μείωσης του φόρου οι δαπάνες των περιπτώσεων β’ και γ’ λαμβάνονται διακε­κριμένους για τον φορολογούμενο και για κάθε τέκνο που τον βαρύνει.

Το ποσό της κάθε δαπάνης των περιπτώσεων β’ και γ’, η οποία υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συ­ζύγους, μειώνει το φόρο, μόνον εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώ­θηκε με την αρχική δήλωση ή συμπληρωματική μέχρι τη λήξη της προθεσμίας.

δ) Του ποσού των δεδουλευμένων τόκων που κατα­βάλλονται από τον φορολογούμενο για στεγαστικά δά­νεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται στον φορολογούμενο με υποθήκη ή προσημείωση από τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Τα­χυδρομικά Ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς οργανι­σμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν και η υποθήκη ή προσημείωση έχει εγγραφεί σε ακίνητο του ή του άλλου συζύγου ή των τέκνων που τους βαρύνουν.

Σε περίπτωση σύναψης νέου δανείου από ένα από τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητα αν είναι το ίδιο με αυτό που χορήγησε το αρχικό δάνειο ή όχι, με σκοπό την εξόφληση από τον υπόχρεο του παλαιού δανείου, οι δεδουλευμένοι τόκοι του νέου δανείου που αντιστοι­χούν στο τμήμα αυτού που διατέθηκε για την εξόφληση του ανεξόφλητου υπολοίπου του παλαιού στεγαστικού δανείου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ανα­φέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, αναγνωρίζονται για μείωση του φόρου για το χρονικό διάστημα που υπολεί­πεται από τη χορήγηση του νέου δανείου μέχρι τη λήξη του παλαιού δανείου. Για την αναγνώριση της μείωσης πρέπει στο δανειστικό συμβόλαιο του νομικού προσώ­που που χορήγησε το νέο δάνειο να αναγράφονται απα­ραιτήτως ο σκοπός του δανείου, το ανεξόφλητο ποσό του παλαιού δανείου, ο χρόνος λήξης του παλαιού δα­νείου και ότι έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση με τις ίδιες προϋποθέσεις που ίσχυαν και για το παλαιό δά­νειο.

ε) Του ποσού των δεδουλευμένων τόκων που κατα­βάλλονται από τον φορολογούμενο για στεγαστικά δά­νεια για απόκτηση πρώτης κατοικίας που χορηγούνται α­πό ασφαλιστικές επιχειρήσεις στους υπαλλήλους τους, εφόσον οφείλονται από αυτούς και η υποθήκη ή προση­μείωση έχει εγγραφεί σε ακίνητο τους ή του άλλου συ­ζύγου ή των τέκνων που τους βαρύνουν.

στ) Του ποσού των δεδουλευμένων τόκων που κατα­βάλλονται από τον φορολογούμενο για προκαταβολές που χορηγούνται από τα Ταμεία Αλληλοβοήθειας Στρα­τού, Ναυτικού και Αεροπορίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν.δ. 398/1974 (Α’ 116), για απόκτηση πρώτης κατοικίας από τους βοηθηματούχους αυτών.

Κατά την εφαρμογή των περιπτώσεων δ’, ε’ και στ’ δεν θεωρείται ότι αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο υπό­χρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύ­νουν, έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επι­καρπίας ή οίκησης, εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδί­ου, σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα της συ­νολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα εβδομήντα (70) τ.μ.. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα α­πό τα επόμενα τέκνα που βαρύνουν τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο.

Αν η επιφάνεια της πρώτης κατοικίας υπερβαίνει τα ε­κατόν είκοσι (120) τ.μ., το ποσό της δαπάνης που μειώ­νει το φόρο περιορίζεται στο μέρος που αναλογεί επιμε­ριστικά στη μέχρι των εκατόν είκοσι (120) τ.μ. επιφάνεια της κατοικίας.

ζ) Του ποσού των δεδουλευμένων τόκων που κατα­βάλλονται από τον φορολογούμενο για δάνεια που χο­ρηγούνται στον φορολογούμενο από τράπεζες, το Τα­μείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Ταχυδρομικά Ταμι­ευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς, εφόσον οφείλονται από αυτόν, για αναστήλωση, επισκευή, συ­ντήρηση ή εξωραϊσμό διατηρητέων κτισμάτων, καθώς και κτισμάτων που βρίσκονται σε περιοχές χαρακτηριζό­μενες ως παραδοσιακά τμήματα πόλεων ή ως παραδο­σιακοί οικισμοί.

Το ποσοστό της μείωσης των περιπτώσεων δ’, ε’, στ’ και ζ ‘ υπολογίζεται στους τόκους που αντιστοιχούν στο τμήμα του δανείου ως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

Το ποσό της δαπάνης των περιπτώσεων δ’, ε’, στ’ και ζ ‘ δεν πρέπει να έχει εκπέσει με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.

Οι διατάξεις των περιπτώσεων δ’, ε’, στ’ και ζ’ εφαρ­μόζονται για δεδουλευμένους τόκους που καταβάλλο­νται από 1.1.2011 και μετά, ανεξάρτητα του χρόνου σύναψης του δανείου, καθώς και του χρόνου χορήγησης της προκαταβολής.

η) Του ποσού της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλει ο φορολογούμενος για ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζωής, θανάτου, προσωπικών ατυχημάτων και ασθένειας για την ασφάλιση του ίδιου, της συζύγου του και των τέκνων που τους βαρύνουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρό­ντος. Στη δαπάνη αυτή περιλαμβάνονται και τα ασφάλι­στρα που καταβάλλονται ετησίως για την ασφάλιση τέ­κνων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 7, από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη και δεν συνοικούν μαζί τους. Το ποσό της δαπάνης ασφαλίστρων επί του οποίου υπολο­γίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια διακόσια (1.200) ευρώ για άγαμο και τα δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ για οικογένεια. Το ποσό αυτό υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, μειώνει το φόρο μόνον εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και επιμερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται σύμφω­να με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.

θ) Του ποσού της διατροφής που καταβάλλεται από τον έναν σύζυγο στον άλλο και επιδικάστηκε ή συμφω­νήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη. Το ποσό της μείωσης του φόρου δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια πεντακό­σια (1.500) ευρώ.

ι) Των ποσών που καταβάλλονται από τον φορολογού­μενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Το­πικής Αυτοδιοίκησης, το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνο­χής, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Ό­ρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλε­ως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα ημεδαπά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορη­γούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.

ια) Της αξίας των ιατρικών μηχανημάτων και των α­σθενοφόρων αυτοκινήτων, που μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιω­τικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋ­πολογισμό.

ιβ) Των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή ι­δρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υ­ποτροφίες, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαί­ου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επι­διώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που διέπονται από το ν.1514/ 1985 (Α ‘ 13) και τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν η­μεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκο­πικού χαρακτήρα.

ιγ) Των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο λόγω χορηγίας προς τα μη κερδο­σκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφό­σον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς. Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια, προαγωγή και διάδο­ση των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεά­τρου, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτι­κής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέ­κταση και συντήρηση των αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών.

Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης περίπτωσης καθορίζονται, με κοινή απόφαση των Υ­πουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού, με­τά από έλεγχο που διενεργείται από το Υπουργείο Πολι­τισμού και Τουρισμού, τα νομικά πρόσωπα που επιδιώ­κουν πολιτιστικούς σκοπούς.

Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών των πε­ριπτώσεων ι ‘, ια ‘, Ιβ ‘ και ιγ ‘ με εξαίρεση τις δωρεές που καταβάλλονται στους δωρεοδόχους, οι οποίοι αναφέρο­νται στο πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν τα τριακόσια (300) ευρώ ετησίως, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον έχουν κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό του νομικού προσώπου, που πρέπει να ανοιχθεί για το σκοπό αυτόν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε τράπεζα που νόμιμα λειτουργεί στην Ελλάδα.

Το γραμμάτιο είσπραξης της τράπεζας που εκδίδεται πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του δωρητή ή χορηγού και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς ή χορηγίας αριθ­μητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία κατάθεσης του και την υπογραφή του δωρητή ή χορηγού, κατά περίπτω­ση.

Το συνολικό ποσό των δωρεών και χορηγιών της περί­πτωσης αυτής επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού εισοδήματος που φορολογείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.

Η μείωση διενεργείται εφόσον τα ποσά των δωρεών και χορηγιών υπερβαίνουν συνολικά τα εκατό (100) ευ­ρώ.

Το συνολικό ποσό των χρηματικών δωρεών και χορη­γιών των περιπτώσεων ι’, ια’, ιβ ‘ και ιγ’, στο οποίο υπολογίζεται η μείωση, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέ­κα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 19.

Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.

Οι διατάξεις των περιπτώσεων ι ‘, ια ‘, ιβ ‘ και ιγ ‘ εφαρ­μόζονται και για δωρεές υπέρ αντίστοιχων κρατικών φο­ρέων και νομικών προσώπων, εγκατεστημένων σε άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χώρες ΕΟΧ/ΕΖΕΣ. Το ποσό των δωρεών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να κατατίθεται και σε τρά­πεζα της χώρας στην οποία έχει την κατοικία του ο δω­ρεοδόχος.

ιδ) Του ποσού της δαπάνης για επεμβάσεις ενεργεια­κής αναβάθμισης ακινήτου που εντάσσονται σε έργα του επιχειρησιακού προγράμματος «Περιβάλλον – Αειφόρος Ανάπτυξη» στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισί­ου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3614/2007 ή και για επεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμι­σης ακινήτου που θα προκύψουν μετά από ενεργειακή ε­πιθεώρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3661/2008 και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξου­σιοδότηση του και αφορούν:

αα) Την αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου για την εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή για νέα εγκατάσταση τηλεθέρμανσης ή συστήματος που κάνει χρήση ανανεώσι­μων πηγών ενέργειας, καθώς και για παρεμβάσεις στο υ­φιστάμενο σύστημα που αφορούν σε σύστημα αντιστάθ­μισης στον καυστήρα / λέβητα σε συνδυασμό με αυτονο­μία θέρμανσης και μόνωση σωληνώσεων.

ββ) Την αλλαγή εγκατάστασης κεντρικού κλιματισμού χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο ή για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου.

ΥΥ) Την αγορά και εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών και για την εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού με χρή­ση ηλιακής ενέργειας.

δδ) Την αγορά και εγκατάσταση αποκεντρωμένων συ­στημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζο­νται σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες) και συμπαραγωγής ηλεκτρι­σμού και ψύξης – θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή ανανεώσιμων πηγών.

εε) Τη θερμομόνωση σε υφιστάμενα κτήρια με τοποθέ­τηση διπλών θερμομονωτικών υαλοπινάκων και θερμο­μονωτικών πλαισίων / κουφωμάτων (συμπεριλαμβάνο­νται εξωτερικά καλύμματα, παντζούρια και ρολά) και το­ποθέτηση θερμομόνωσης στο κέλυφος ή/και στην οροφή (δώμα ή στέγη).

στστ) Τη δαπάνη για τη διενέργεια ενεργειακής επιθε­ώρησης από αρμόδιο επιθεωρητή.

Το ποσό της δαπάνης της περίπτωσης αυτής επί της ο­ποίας υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ιε) Του ποσού της δαπάνης των εισφορών που κατα­βάλλονται από τον φορολογούμενο σε ταμεία ασφάλι­σης του, εφόσον η καταβολή τους είναι υποχρεωτική α­πό το νόμο, καθώς και το ποσό των καταβαλλόμενων ει­σφορών στις περιπτώσεις προαιρετικής ασφάλισης του σε ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο.

5. Για τον φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον αυτός προσφέρει υπηρε­σίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που απέκτησε το εισόδημα αυτό στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δω­δεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των Νομών Θεσπρω­τίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμ­μή, το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την κλί­μακα της παραγράφου 1 μειώνεται κατά εξήντα (60) ευ­ρώ για κάθε τέκνο που τον βαρύνει. Στην περίπτωση συ­ζύγων αρκεί ο ένας από αυτούς να έχει τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

6.  Πα τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις της παραγράφου 3, των περιπτώσεων α’, δ’, ε’, στ’, ζ’, Γ ια’, ιβ’, ιγ’, ιδ’ και ιε ‘ της παραγράφου 4 που αφορούν την ίδια, της περί­πτωσης α’ της παραγράφου 4 και της παραγράφου 5 που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλι­κους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα. Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χω­ριστές δηλώσεις, αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι κα­τώτερος από το άθροισμα των μειώσεων της παραγρά­φου 3 και των περιπτώσεων α’ έως και ιε’ της παραγρά­φου 4, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου.

Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή, μειώνουν το φό­ρο του άλλου συζύγου τα ποσά των μειώσεων που αφο­ρούν έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός συζύγου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν.

Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για τον φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων της πα­ραγράφου 3, των περιπτώσεων α’, β’, γ’, η’ της παρα­γράφου 4 και της παραγράφου 5 που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκλη­ρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.

Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον φορολογούμενο και τη σύζυγο του, η διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.

Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτε­λεί το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδη­μα του φορολογούμενου.

7. Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισό­δημα από ακίνητα, εκτός από το απαλλασσόμενο εισό­δημα από ιδιοκατοίκηση γενικά, το ακαθάριστο ποσό αυ­τού υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Ειδικώς, ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου αυξάνεται σε τρία τοις εκατό (3%) εφόσον η επιφάνεια κατοικίας υ­περβαίνει τα τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα της κα­τοικίας ή πρόκειται για επαγγελματική ή εμπορική μίσθω­ση.

8. Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) για τους αξιωματικούς και τρία τοις εκατό (3%) για το κατώτερο πλήρωμα, στις αμοιβές που αποκτώνται από το ημερολο­γιακό έτος 2010 και επόμενα.

Αν ο φόρος που εξευρίσκεται με αυτόν τον τρόπο είναι ανώτερος από το φόρο που προκύπτει με βάση τις παρα­γράφους 1 έως και 4, το επιπλέον ποσό φόρου επιστρέ­φεται ύστερα από την υποβολή της σχετικής ετήσιας δή­λωσης φορολογίας εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.

9. Πα να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολι­κό καθαρό εισόδημα των αξιωματικών και του κατώτε­ρου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού, σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν εκτός από τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες τους σε εμπορικά πλοία, αντί­στοιχα και εισοδήματα από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’ του άρθρου 4 του παρόντος, το ποσό του φόρου που αναλο­γεί με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγρά­φου αθροίζεται με το ποσό του φόρου που αναλογεί επι­μεριστικά στα άλλα εισοδήματα του υπόχρεου. Πα την ε­ξεύρεση του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στα άλλα εισοδήματα του υπόχρεου επιμερίζεται ο φόρος που προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του, με βάση τις δια­τάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 ανάλογα με τα ποσά των αμοιβών του, ως αξιωματικού ή κατώτερου πληρώ­ματος των εμπορικών πλοίων και των εισοδημάτων του από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’.

10. Από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολι­κό καθαρό εισόδημα εκπίπτουν:

α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 52 και 54 έως 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος.

β) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε σε κρά­τος με το οποίο η Ελλάδα έχει θέσει σε ισχύ Σ.Α.Δ.Φ. για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτό και μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελ­λάδα, εφόσον ο φόρος που παρακρατήθηκε στο άλλο κράτος ορίζεται στις διατάξεις της Σ.Α.Δ.Φ..

Για την εξεύρεση του ποσού αυτού του φόρου, το πο­σό του φόρου που προκύπτει στην Ελλάδα στο συνολικό εισόδημα ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά το ποσό που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και μερίζεται, ανά­λογα με τα δύο τμήματα του εισοδήματος στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή.

Εάν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρα­κρατήθηκε είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.

Δεν εκπίπτεται ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλο­δαπή, εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος έχει φορο­λογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 με εξάντληση της φο­ρολογικής του υποχρέωσης.

11.0 φόρος, που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισό­δημα ή το υπόλοιπο που απομένει μετά τις εκπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέ­χρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου και πέ­μπτου μήνα, αντιστοίχως, από τη βεβαίωση του φόρου.

Αν ο φόρος βεβαιώνεται τους μήνες Αύγουστο και Σε­πτέμβριο του οικείου οικονομικού έτους, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υ­πηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η δεύτερη την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου μήνα από τη βε­βαίωση του φόρου. Αν ο φόρος βεβαιώνεται το μήνα Ο­κτώβριο του οικείου οικονομικού έτους και μετά, κατα­βάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου. Αν το συνολικό ποσό της οφει­λής, η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υπόχρεου, είναι μέχρι το ποσό των τριακοσίων (300) ευ-ρώ για τον ίδιο και για τη σύζυγο του αθροιστικά λαμβα­νόμενο, τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργά­σιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμε­νου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου.

Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε σε μία ή πε­ρισσότερες δόσεις, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφει­λών έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%).

Κατά την καταβολή του φόρου που προκύπτει με βάση τροποποιητική δήλωση παρέχεται έκπτωση ποσοστού ε­νάμισι τοις εκατό (1,5%) στο σύνολο της νέας οφειλής, εφόσον αυτή είναι μικρότερη από την αρχική και ο υπό­χρεος κατέβαλε την αρχική οφειλή και έτυχε παρόμοιας έκπτωσης ή κατέβαλε μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης ποσό της αρχικής οφειλής που καλύπτει σε ποσο­στό ενενήντα οκτώ και μισό τοις εκατό (98,5%) της νέας οφειλής, εφόσον το λάθος οφείλεται σε υπαιτιότητα της φορολογικής αρχής.

12. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισό­δημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο της φο­ρολογικής κλίμακας της παραγράφου 1 προστίθεται ο φόρος, ο οποίος προκύπτει με την εφαρμογή του αναλο­γικού συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).

Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν εφαρμόζεται για κατοίκους των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενω­σης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματος τους.

13. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισό­δημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα δεν δικαιού­νται τις μειώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4. Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται οι κάτοικοι των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματος τους.

14.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την ανα­γνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μείω­ση του φόρου που ορίζεται από το άρθρο αυτό. Επίσης, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγεί­ας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται τα δικαιο­λογητικά τα οποία απαιτούνται για την απόδειξη του πο­σοστού αναπηρίας. Με τις αποφάσεις των προηγούμε­νων εδαφίων ορίζεται επίσης και κάθε άλλο σχετικό θέ­μα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»

3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έ­χουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, α­πό 1.1.2011 και μετά. Ειδικά, για την παρακράτηση φόρου εισοδήματος η κλίμακα της προηγούμενης παραγρά­φου έχει εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2012 και μετά.

4. Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 73 του ν.2960/2001 (Α’ 265), όπως το εδά­φιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 8α του άρθρου 36 του ν.3986/2011 (Α’ 152) αντί της ημεροχρονολογίας «30.9.2013» τίθεται «15.10.2012».

δ.α.Το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης β’ της παρ. 6 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 (Α’218) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

«β. σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε., ολικώς τυφλό ή παρουσιάζει βαριά κινητική ανα­πηρία σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και ά­νω.»

β. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (ΑΊ52) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυ­σε, ως εξής:

«Εξαιρούνται και δεν προσμετρώνται τα εισοδήματα των προσώπων που είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και των προσώπων που παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπη­ρίες σε ποσοστό από ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, τα εισοδήματα της παρ. 1 του άρθρου 14 και της περί­πτωσης γ’της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε..»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

 

Άρθρο 39

Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Οικονομικών

1. Για την έγκαιρη ανάπτυξη και απρόσκοπτη υποστή­ριξη παραγωγικής λειτουργίας πληροφοριακών συστη­μάτων που είναι αναγκαία για την υλοποίηση των έκτα­κτων δημοσιονομικών μέτρων και δράσεων κατ’ εφαρμο­γή των νόμων 3842/2010, 3845/2010, 3943/2011 και 3986/2011 επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, η μετάταξη υπαλλήλων από άλλο φορέα του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. στη Γενική Γραμματεία Πληροφο­ριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών.

Η μετάταξη πραγματοποιείται σε αντίστοιχη κενή ορ­γανική θέση ή σε θέση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και σε περίπτωση που δεν υ­πάρχουν, σε προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου α­ορίστου χρόνου που συνιστώνται αυτοδικαίως με την α­πόφαση της μετάταξης.

Ο ανώτατος αριθμός των μετατασσόμενων υπαλλή­λων ανέρχεται σε σαράντα (40).

Οι μετατασσόμενοι υπάλληλοι ανήκουν στον κλάδο ΠΕ Πληροφορικής ή TE Πληροφορικής.

Η μετάταξη ενεργείται μετά από δημόσια πρόσκληση που απευθύνει ο Γενικός Γραμματέας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και στην ο­ποία προσδιορίζονται τα ειδικότερα γενικά και ειδικά προσόντα, τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής των με­τατασσόμενων.

Η μετάταξη γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμμα­τέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικο­νομικών.

Η μετάταξη γίνεται με το βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχει ο μετατασσόμενος και διατηρεί το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς που τηρούσε πριν τη μετάταξη.

2. α) Ως εξωτερικοί σύμβουλοι φορέων του δημόσιου τομέα κατά τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (Α’ 57) θεωρούνται και όσοι λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο ή από ο­ποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης και διορίζονται σε θέσεις προϊσταμένων, ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών και άλλων μετακλητών υπαλλήλων προβλεπόμενες στο άρθρο 3 της Υ293/15.12.2010 απόφασης του Πρωθυπουργού «Αναδιάρθρωση και σύνθεση σε προσωπικό του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού» (Β ‘ 1985) και στα άρθρα 28 έως 32, 55, 56 και 78, όπως ισχύουν, του π.δ. 63/2005 «Κώδικας Νομοθεσίας για την Κυ­βέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα» (Α’ 98). Η διάταξη αυτή ισχύει και για όσους διορίστηκαν στις παραπάνω θέσεις μετά τις 5.10.2009, οι οποίοι μπορούν να υποβά­λουν, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή στον οικείο ασφαλιστικό φορέα τη δήλωση επιλογής που προβλέπεται στην πιο πάνω διάταξη του ν. 2592/1998.

β) Ως δικαστικοί λειτουργοί και κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α’ 40) θεωρούνται, από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής, οι εν ενεργεία και οι συνταξιούχοι.

3. α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαί­ως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δη­μοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού κα­θορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής από­φασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνή­σεως.

Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρη­ση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω πα­ρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπο­ρούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και κα­ταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή ορι­στικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανα­καθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπε­ρημερίας.

Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω πα­ρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περί­πτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012.»

β) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα έξι μηνών από την ανάκληση ή την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν επιτρέπεται, χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη, η κήρυ­ξη νέας απαλλοτρίωσης του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό.»

γ) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2882/2001 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Αν η συζήτηση για τον πρώτο καθορισμό τιμής μονά­δος αποζημίωσης ακινήτου απορριφθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη επειδή ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστος ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα, η απαλλοτρίωση συ­ντελείται με την καταβολή ή παρακατάθεση της αποζη­μίωσης που έχει καθορισθεί δικαστικά για άλλα ομοειδή ακίνητα που περιλαμβάνονται στην ίδια απαλλοτριωτική πράξη, εφόσον ο θιγόμενος ιδιοκτήτης υποβάλλει σχετι­κό αίτημα στην Αρχή που είναι αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης εντός δέκα ετών από την έκδοση της απόφασης καθορισμού και έχει αναγνωρισθεί ως δι­καιούχος της αποζημίωσης.»

4.  Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του νόμου 281 της 24/27 Οκτωβρίου 1936 ή από άλλη ειδική ή γενική διάταξη έγκριση των προϋπολογισμών, των τροποποιήσεων αυτών, των απολογισμών και των ισολογισμών των νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή των ειδικών λογαριασμών, από τον Υπουργό Οικονομικών, καταργείται. Της παρούσας διάταξης εξαιρούνται οι φο­ρείς που εποπτεύονται από τον Υπουργό Οικονομικών.

5. Στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρόεδρο, Αντιπρο­έδρους και μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς, Γενι­κούς και Ειδικούς Γραμματείς Δημοσίων Υπηρεσιών και Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και στους αιρετούς των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού παρακρατείται πο­σό που αντιστοιχεί στις μηνιαίες αποδοχές τους (χορη­γία, αποζημίωση, μισθό, αντιμισθία), σε τρεις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τα ανωτέ­ρω ισχύουν και για τους βουλευτές του Ελληνικού Κοι­νοβουλίου, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουρ­γίας της Βουλής. Το ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης που παρακρατείται από τη Βουλή των Ελλήνων, σύμφω­να με τα ανωτέρω, αποδίδεται ως έσοδο στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Οι Ελληνες βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποδίδουν, υπέρ Δημοσίου, ποσό ίσο με το μηνιαίο μισθό τους.

6.  α) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3889/ 2010 (Α’ 182) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Τα έσοδα και οι πόροι του νομικού προσώπου που ο­ρίζεται στο άρθρο 4, μεταφέρονται και κατατίθενται υπο­χρεωτικά στο δεσμευμένο τομέα του Ταμείου Παρακατα­θηκών και Δανείων με απόδοση ίση με αυτή της παρεχό­μενης από το «Κοινό Κεφάλαιο Νομικών Προσώπων Δη­μοσίου και Ασφαλιστικών φορέων» (Κοινό Κεφάλαιο) που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος.»

β) Στο άρθρο 3 του ν. 3889/2010 (Α’ 182) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

«4. Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, η διάθεση των πόρων του Πράσινου Ταμείου κατ’ έτος, όπως προβλέπο­νται στο άρθρο 8, για τις λειτουργικές του δαπάνες και την επίτευξη των σκοπών του, δεν επιτρέπεται να υπερ­βαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) επί του συνόλου των διαθεσίμων του κατά το τέλος του προηγούμενου έτους. Τα επιπλέον του ανωτέρω ποσοστού διαθέσιμα επιτρέ­πεται να περιέρχονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.»

γ) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3889/2010 προστίθενται οι λέξεις «, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παρα­γράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.»

7. α) Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρ­θρου 3Β του ν. 2362/1995, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 12α του άρθρου 49 του ν. 3943/2011 (Α’66) και συ­μπληρώθηκε με την παράγραφο 12β του άρθρου 24 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), αντί των λέξεων «και των καθ’ ύ-λην αρμόδιων Υπουργών» τίθενται οι λέξεις «και του Υ­πουργού Οικονομικών».

β) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3Β του ν. 2362/1995, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 12α του άρθρου 49 του ν. 3943/2011 και συμπληρώθηκε με την παρ. 12β του άρθρου 24 του ν. 4002/2011, προστίθεται ε­δάφιο ως εξής:

«Κατ’ εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, ειδικά στα Υπουργεία Εθνικής Αμυνας και Προστασίας του Πολίτη, τα καθήκοντα και τις αρμοδιό­τητες των παραγράφων 2 και 3 ασκεί στο Υπουργείο Ε­θνικής Αμυνας ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικού Σχε­διασμού και Υποστήριξης και στο Υπουργείο Προστα­σίας του Πολίτη ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διαχεί­ρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων του άρθρου 3 του ν. 3938/2011 (Α’ 61 ).»

8. Στο άρθρο 11 του ν. 2472/1997 (Α’ 50) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Ειδικά όταν πρόκειται για αρχεία που τελούν υπό την επεξεργασία του Υπουργείου Οικονομικών ή του Υ­πουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και αφο­ρούν τη μη εκπλήρωση υποχρεώσεων σε σχέση με φό­ρους, τέλη, δασμούς και ασφαλιστικές εισφορές, εφό­σον το αρχείο πρόκειται να δημοσιοποιηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος και σε αυτό περιέχονται δεδομέ­να για περισσότερα από χίλια (1.000) φυσικά πρόσωπα, η ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων, κατά την παράγραφο 3, μπορεί να γίνεται με δημόσιες ανακοι­νώσεις κοινής λήψης μέσω των μέσων μαζικής ενημέρω­σης και του διαδικτύου στις οποίες καλούνται τα υποκεί­μενα των δεδομένων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους εντός προθεσμίας που τάσσεται με την πρόσκληση η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των οκτώ (8) ημε­ρών από τη δημόσια ανακοίνωση.»

9.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συνιστά­ται στην Τράπεζα της Ελλάδος λογαριασμός του Ελληνι­κού Δημοσίου με τίτλο «Ε.Δ. – Λογαριασμός Κοινωνικής Εξισορρόπησης» ο οποίος χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κατάθεση των ποσών που εισπράττονται από την εκτέλεση του Εθνικού Επιχειρησιακού Προγράμματος Καταπολέμησης της φοροδιαφυγής του άρθρου 1 του ν. 3943/2011 (Α’ 66) κατά το μέρος που οι εισπράξεις υ­περβαίνουν τις προβλέψεις του Κρατικού Προϋπολογι­σμού για έσοδα παρελθόντων οικονομικών ετών από είσπραξη άμεσων ή και έμμεσων φόρων.

Το προϊόν του λογαριασμού κατανέμεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για τη χρηματοδότηση μέ­τρων και δράσεων με σκοπό την προστασία των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων και των ευπαθών κοινω­νικών ομάδων.

Με την ίδια απόφαση καθορίζονται ειδικότερα τα ποσά που πιστώνονται στο Λογαριασμό Κοινωνικής Εξισορρό­πησης, ο τρόπος κίνησης του λογαριασμού και εμφάνι­σης του στη δημόσια ληψοδοσία και κάθε αναγκαίο ζήτη­μα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

10. α) Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για τις ανάγκες στελέχωσης της Υπηρεσίας Σχεδιασμού και Παρακολού­θησης της εφαρμογής των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής του Υπουργείου Οικονομικών για ανώτα­το αριθμό δεκαπέντε (15) μετατασσόμενων υπαλλήλων, οι οποίοι μετατάσσονται με απόφαση του Υπουργού Οι­κονομικών από άλλο Υπουργείο ή Ν.Π.Δ.Δ..

β) Στο τέλος της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) προστίθενται οι λέξεις, καθώς και από υπαλλήλους άλλων Υπουργείων ή Ν.Π.Δ.Δ. που μετατάσσονται ή αποσπώνται στην Υπηρε­σία.»

γ) Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παρα­γράφου 3 του άρθρου 23 του ν. 4002/2011, όπως προ­στέθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του ν. 4021/ 2011 (Α’ 218), αντί «με βαθμό α’ » τίθεται με «βαθμό 1 ».

δ) Στο τέλος της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του ν. 4002/2011, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η τοποθέτηση των προϊσταμένων των Τμημάτων διε­νεργείται με μόνη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται προϊστάμενοι πρέπει να διαθέτουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται για τη θέση.»

11. Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 (Α’309) προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:

«4. Αντίγραφα δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στη Γ’ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, διαβιβάζονται στη Γενική Γραμματεία Πλη­ροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δι­καιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζονται τα σχετικά με την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του προηγούμε­νου εδαφίου.»

12.  Δαπάνες που δημιουργήθηκαν μέχρι την έναρξη ι­σχύος του παρόντος νόμου σε εκτέλεση όρων των επι­χειρησιακών συμβάσεων εργασίας ή αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας «Οργανι­σμός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυμη Εταιρεία» (ΟΣΚ ΑΕ), για πληρωμές σε πρόσωπα απασχολούμενα στην άνω α­νώνυμη εταιρεία και σε βάρος του προϋπολογισμού της και αφορούν τακτικές αποδοχές και αποζημιώσεις κάθε είδους, επιδόματα και εφάπαξ παροχές ένεκα συνταξιο­δότησης, θεωρούνται ότι διενεργήθηκαν νόμιμα.

 

Άρθρο 40

Ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εσωτερικών

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του π.δ. 57/2007 (Α’59) αντικαθίσταται ως εξής:

«Το Κέντρο έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Διοικητικής Με­ταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.»

2.  Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθ­μισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μπορεί να ορίζε­ται ότι το σύνολο των κατ’ έτος εισακτέων στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης είναι δη­μόσιοι υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις της πα­ραγράφου 11 του άρθρου 17 του π.δ. 57/2007. Με την ί­δια απόφαση μπορεί να καθορίζονται και πρόσθετα τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα που απαιτείται να πληρούν οι εισακτέοι δημόσιοι υπάλληλοι.

3. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 31 του ν. 3013/2002 (ΑΊ02) προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως:

«Με όμοιες αποφάσεις και μετά από σχετική αιτιολο­γημένη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου επιτρέπε­ται η συγχώνευση Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) του οικείου δήμου και η ρύθμιση ζητημάτων προ­σωπικού, εξοπλισμού και κάθε άλλου σχετικού με τη συγχώνευση θέματος. Για τη συγχώνευση λαμβάνονται ιδίως υπόψη κριτήρια πληθυσμιακά, χωροταξικά και εξοι­κονόμησης δαπάνης.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρ­ρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομι­κών μπορεί να καταργούνται κενές θέσεις του κλάδου Διεκπεραίωσης Υποθέσεων Πολιτών που έχουν συστα­θεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 3200/2003 στα ΚΕΠ που συγχωνεύονται.

Το προσωπικό κλάδου Διεκπεραίωσης Υποθέσεων Πο­λιτών (Δ.Υ.Π.) που υπηρετεί σε ΚΕΠ που συγχωνεύεται μεταφέρεται αυτοδίκαια μαζί με τις θέσεις που κατέχει στο ΚΕΠ με το οποίο γίνεται η συγχώνευση. Το λοιπό προσωπικό που υπηρετεί στο ΚΕΠ που συγχωνεύεται με­ταφέρεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου διοίκησης του οικείου δήμου, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανά­γκες, είτε στο ΚΕΠ στο οποίο γίνεται η συγχώνευση είτε στον οικείο δήμο. Οι ανάδοχοι με σύμβαση μίσθωσης έρ­γου και το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δι­καίου ορισμένου χρόνου, οι συμβάσεις των οποίων είναι εγκεκριμένες από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθ­μισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, μεταφέρονται στο ΚΕΠ στο οποίο γίνεται η συγχώνευση στο οποίο δια­νύουν τον υπόλοιπο χρόνο της σύμβασης.

Ο κάθε είδους εξοπλισμός του ΚΕΠ που συγχωνεύεται περιέρχεται στο ΚΕΠ στο οποίο γίνεται η συγχώνευση. Η αρμόδια οικονομική υπηρεσία του οικείου δήμου μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος της απόφασης του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σχετικά με τη συγχώνευση ΚΕΠ προβαί­νει στην απογραφή όλου του εξοπλισμού που μεταφέρε­ται από το ΚΕΠ που συγχωνεύεται στο ΚΕΠ στο οποίο γίνεται η συγχώνευση.

Οι εκκρεμείς υποθέσεις του ΚΕΠ που συγχωνεύεται διεκπεραιώνονται από το ΚΕΠ στο οποίο γίνεται η συγ­χώνευση. Απαιτήσεις και υποχρεώσεις του ΚΕΠ που συγχωνεύεται μεταφέρονται στο ΚΕΠ στο οποίο γίνεται η συγχώνευση.»

4.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 «Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του ν. 2190/1994 και άλλες διατάξεις» (Α’ 206) αντικαθίστα­ται ως εξής:

«2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη σύμβασης μίσθωσης έρ­γου:

α) για κάλυψη διοικητικών αναγκών ή γραμματειακής εξυπηρέτησης του φορέα,

β) εφόσον από τις διατάξεις του οικείου οργανισμού ή κανονισμού ή οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού προβλέπονται οργανικές θέσεις ειδικότητας αντίστοιχης με αυτές για τις οποίες προτεί­νεται η κατάρτιση σύμβασης μίσθωσης έργου με φυσικά πρόσωπα.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζο­νται και στα εκκρεμή αιτήματα των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού για τα οποία η σχετική διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί. Ειδικά για τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δευτέρου βαθμού, η ισχύς της παρούσας παραγράφου άρχεται την 1η Ιανουαρίου 2012.»

5.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 14 του ν. 3812/2009 «Αναμόρφωση συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και άλλες διατάξεις» (Α’ 234) καταργείται.

6. Το άρθρο 209 του ν. 3584/2007 (Α “143) αντικαθίστα­ται ως εξής:

 

«Άρθρο 209

Προσωπικό για εκτέλεση έργων με αυτεπιστασία

1.  Για τις ανάγκες έργων που εκτελούνται με αυτεπι­στασία από δήμους, συνδέσμους και τα νομικά τους πρό­σωπα δημοσίου δικαίου, επιτρέπεται η πρόσληψη προ­σωπικού οποιασδήποτε ειδικότητας με συμβάσεις εργα­σίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διαρκούς ή δια­κεκομμένης απασχόλησης, κατά ημέρα, εβδομάδα ή μή­να και έως 135 ημέρες ετησίως, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου, όπως αυτές προκύπτουν από τη σχετική με­λέτη ή την εισήγηση της διευθύνουσας υπηρεσίας, σύμ­φωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 609/1985 (ΑΊ70), όπως ισχύει, εφόσον διαπι­στώνεται, με ειδική αιτιολογία, ότι δεν επαρκεί το προ­σωπικό που διαθέτει ο φορέας κατασκευής του έργου.

2.  Η πρόσληψη γίνεται με απόφαση του δημάρχου ή του προέδρου του συνδέσμου ή του προέδρου του νομι­κού προσώπου δημοσίου δικαίου, χωρίς να απαιτείται η έγκριση της Επιτροπής της Π.Υ.Σ. 33/2006 (Α’ 280), ό­πως ισχύει.

3. Η επιλογή του προσωπικού αυτού γίνεται, μετά από αίτημα του οικείου δημάρχου ή προέδρου συνδέσμου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς την αρμόδια Υπηρεσία (ΚΠΑ2) του Οργανισμού Απασχόλησης Εργα­τικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δήμος ή ο σύνδεσμος ή το νομικό πρόσωπο δη­μοσίου δικαίου αυτού, βάσει Κυλιόμενου Πίνακα Κατάτα­ξης, ανά ειδικότητα που τηρεί το ΚΠΑ2 του Οργανισμού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. Το ΑΣΕΠ ενημερώνεται από τον ΟΑΕΔ αυθημερόν σχετι­κά με τους επιλεγόμενους ανά ειδικότητα, το φορέα πρόσληψης και τη διάρκεια της απασχόλησης.

4. Οι άνεργοι κατατάσσονται ανά ειδικότητα σε Κυλιό­μενους Πίνακες Κατάταξης ετήσιας διάρκειας με βάση τα εξής ιδίως κριτήρια: α) το χρονικό διάστημα της συνε­χόμενης εγγεγραμμένης ανεργίας, όπως αποτυπώνεται στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, β) την ηλικία, με πρό­βλεψη για αυξημένη μοριοδότηση σε νέους έως 29 ετών και ανέργους άνω των 55 ετών, γ) την οικογενειακή κα­τάσταση και δ) την ανεργία του/της συζύγου.

5.  Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εργα­σίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπι­κού, καθορίζεται η διαδικασία και ο χρόνος έκδοσης της δημόσιας πρόσκλησης από τον ΟΑΕΔ για την κατάρτιση του Πίνακα, ο τρόπος εκδήλωσης ενδιαφέροντος των α­νέργων για πλήρωση των αιτούμενων θέσεων ανά ειδι­κότητα από τους φορείς της παραγράφου 1 για την εκτέ­λεση των έργων, ο τρόπος σύνταξης των Πινάκων, η μο­ριοδότηση καθενός από τα κριτήρια της παραγράφου 4 για την κατάταξη των ανέργων στους Πίνακες, η διαδι­κασία επικαιροποίησης των Πινάκων από τον ΟΑΕΔ, κα­θώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Η πρόσκληση για την κατάρτιση Ε­τήσιου Κυλιόμενου Πίνακα Κατάταξης Ανέργων εκδίδε­ται από τον ΟΑΕΔ και αποστέλλεται στο ΑΣΕΠ το οποίο την εγκρίνει ή την τροποποιεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση του αντίστοιχου σχεδίου σε αυτό.

6. Οι Πίνακες πριν την οριστικοποίηση ή επικαιροποίησή τους εγκρίνονται από το ΑΣΕΠ και αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο του ΟΑΕΔ και του ΑΣΕΠ και στον πίνακα ανακοινώσεων της αρμόδιας Υπηρεσίας (ΚΠΑ2) του ΟΑΕΔ.

7.  Κατά των ανωτέρω πινάκων επιτρέπεται η υποβολή ένστασης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) η­μερών προς το ΑΣΕΠ, που αρχίζει από την επόμενη της καταχώρισης τους στους διαδικτυακούς τόπους. Οι λε­πτομέρειες για την υποβολή και την εξέταση των ενστά­σεων καθορίζονται στην πρόσκληση.

8.  Κάθε υποψήφιος με την αίτηση του δηλώνει υπο­χρεωτικώς την ειδικότητα του, τα προσόντα και τα κριτή­ρια που διαθέτει και αποδεικνύει, καθώς και μέχρι τρεις (3) φορείς της παραγράφου 1 του παρόντος, κατά σειρά προτίμησης, στους οποίους επιθυμεί να προσληφθεί.

9.  Για την πρόσληψη σε έργα αυτεπιστασίας ενός δή­μου προτάσσονται οι άνεργοι, οι οποίοι δηλώνουν τον οικείο δήμο ως πρώτη προτίμηση, έπονται οι άνεργοι που τον δηλώνουν ως δεύτερη προτίμηση και ακολου­θούν εκείνοι που τον δηλώνουν ως τρίτη προτίμηση.

10. Δικαίωμα πρόσληψης κατά τις διατάξεις του παρό­ντος άρθρου έχουν μόνον όσοι υποψήφιοι έχουν εντα­χθεί στον εκάστοτε ισχύοντα Ετήσιο Κυλιόμενο Πίνακα Κατάταξης Ανέργων όπως αυτός οριστικοποιείται μετά την εξέταση των ενστάσεων και μόνον εφόσον διατη­ρούν την ιδιότητα του ανέργου κατά την πρόσληψη και δεν έχουν υπερβεί τις 135 εργάσιμες ημέρες ετησίως.

11.  Η απασχόληση του ανωτέρω προσωπικού σε έργα ή καθήκοντα άσχετα με την εκτέλεση του έργου για το οποίο προσλήφθηκε ή ξένα με την ειδικότητα του ή χωρίς να συντρέχουν τα προσόντα πρόσληψης ανά ειδικό­τητα, απαγορεύεται. Μεταφορά του προσωπικού αυτού από έργο σε άλλο έργο δεν επιτρέπεται.

12.  Το ΑΣΕΠ δύναται να ελέγχει δειγματοληπτικά τη νομιμότητα των προσλήψεων που διενεργούνται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Εάν κατά τον έλεγ­χο διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις πρόσληψης ή δεν αποδεικνύονται τα κριτήρια βάσει των οποίων ο υποψήφιος κατατάχθηκε στον Ετήσιο Κυλιόμε­νο Πίνακα Κατάταξης Ανέργων, η πρόσληψη ανακαλείται υποχρεωτικά, με απόφαση του αρμόδιου, κατά την παρά­γραφο 2 του παρόντος, οργάνου, εφαρμοζομένων των παραγράφων 15 και 16 του παρόντος άρθρου.

13. Οι δαπάνες για τις αμοιβές του ανωτέρω προσωπι­κού και οι σχετικές εργοδοτικές επιβαρύνσεις καταβάλ­λονται από τις διατιθέμενες για το έργο πιστώσεις.

14.  Το προσωπικό αυτό απολύεται αυτοδικαίως μόλις περατωθεί το έργο ή λήξει ο χρόνος διάρκειας της σύμ­βασης του, χωρίς καμία αποζημίωση για την αιτία αυτή και χωρίς διαπιστωτική πράξη. Σε περίπτωση που οι ανά­γκες απασχόλησης του προσωπικού στο αυτό έργο δεν είναι συνεχείς, συνάπτονται συμβάσεις αντίστοιχες με τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του προσωπικού αυτού. Σε περίπτωση ολοκλήρωσης του έργου προ της συμπληρώσεως των 135 ημερών εντός του ίδιου ημερο­λογιακού έτους, ο άνεργος παραμένει με τα ίδια αρχικά κριτήρια εγγραφής στον ισχύοντα Κυλιόμενο Πίνακα Κατάταξης και δύναται να απασχοληθεί σε έργο δήμου, συνδέσμου ή νομικού προσώπου της αρχικής επιλογής του μέχρι τη συμπλήρωση των 135 ημερών.

15. Τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όρ­γανα παύουν να καταβάλλουν αποδοχές σε προσωπικό, που διατηρείται κατά παράβαση των διατάξεων του πα­ρόντος άρθρου, άλλως τα καταβαλλόμενα ποσά καταλο­γίζονται σε βάρος τους.

16. Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων ως προς τη σύναψη και την εξέλιξη των συμβάσεων που συνά­πτονται βάσει του παρόντος ευθύνεται ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος του συνδέσμου ή νομικού προσώπου, σε βά­ρος του οποίου καταλογίζονται και τα ποσά που κατέβα­λε παρανόμως.

17.  Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Οικονομικών και Εσωτερικών, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμ­βουλίου του ΟΑΕΔ, μέρος ή το σύνολο της δαπάνης για την αμοιβή του προσωπικού που προσλαμβάνεται σύμ­φωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, είναι δυνατόν να καλύπτεται με επιχορήγηση από τον ΟΑΕΔ. Με την ί­δια ή όμοια απόφαση καταρτίζονται ειδικά συγχρηματο­δοτούμενα ή μη προγράμματα απασχόλησης, σύμφωνα με τους όρους των οποίων διενεργείται η ως άνω επιχορήγηση. Με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 18 του ν. 3833/2010 (Α’40) ή με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 69 του ν. 3996/2011 (ΑΊ70) ο ΟΑΕΔ μπορεί να επιδοτεί μέχρι και το εκατό τοις εκατό (100%) των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζομένων) για προσλαμ­βανόμενους με τη διαδικασία του παρόντος. Η εφαρμο­γή της παρούσας παραγράφου μπορεί να γίνεται και συμπληρωματικά.»

7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 3614/2007 (Α’ 267) αντικαθίσταται με δύο εδάφια ως εξής:

«Η Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδι­οίκησης ασκεί καθήκοντα ενδιάμεσου φορέα διαχείρι­σης, κατά την έννοια του άρθρου 4, στα Επιχειρησιακά Προγράμματα του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Ανα­φοράς (ΕΣΠΑ) και στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυ­ξης. Η απόφαση για την ένταξη πράξεων ή την ανάκληση αυτών, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 8, εκδίδεται από τον Υπουργό Εσωτερικών.»

8.  Για την αντιμετώπιση των άμεσων και επιτακτικών αναγκών στελέχωσης των Υπηρεσιών Ασύλου, Αρχής Προσφυγών και Πρώτης Υποδοχής του ν. 3907/2011 (Α’ 7), επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των κειμένων δια­τάξεων, η μετάταξη υπαλλήλων από άλλο φορέα του Δη­μοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. στις ως άνω υπηρεσίες προς κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών.

Η μετάταξη πραγματοποιείται σε κενή οργανική θέση και αν δεν υπάρχει κενή, με μεταφορά της θέσης του υ­παλλήλου που μετατάσσεται, με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του κατά περίπτω­ση συναρμόδιου Υπουργού.

Η μετάταξη ενεργείται μετά από δημόσια πρόσκληση που απευθύνει ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη και στην οποία προσδιορίζονται τα ειδικότερα γενικά και ειδικά προσόντα, τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής των μετατασσομένων.

Η μετάταξη γίνεται με το βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχει ο μετατασσόμενος και διατηρεί το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς που τηρούσε πριν τη μετάταξη.

 

Άρθρο 41

Λειτουργία και διαχείριση των κρατικών λαχείων

1.  Ο Υπουργός Οικονομικών ή το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε. μπορούν να α­ναθέτουν με σύμβαση παραχώρησης κατόπιν διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού σε εταιρεία ειδικού σκοπού, το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής, διαχείρισης, λει­τουργίας προβολής και εν γένει εκμετάλλευσης των λα­χείων, που εποπτεύονται από τη Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων του Υπουργείου Οικονομικών και συγκεκριμένα του Στιγμιαίου Κρατικού Λαχείου του άρθρου 17 του ν. 1947/1991 (Α’ 70), του Στεγαστικού Λαχείου του άρ­θρου 17 του ν. 1947/1991 (Α’ 70), του Κρατικού Λαχείου υπέρ Κοινωνικής Αντιλήψεως, με βάση τα οριζόμενα στον α.ν. 143/1967 της 28/30.9.1967 (Α’ 165), του Λαϊ­κού Λαχείου όπως ορίζεται στο ν. ΓΝΖ/1905 (Α ‘ 120) σε συνδυασμό με την υπουργική απόφαση Μ14724/1941 (Β’ 114), του Εθνικού Λαχείου σύμφωνα με όσα ορίζο­νται στο ν. 339/1936 σε συνδυασμό με την ΕΔΚΛ 1419/1937 «Περί Ιδρύσεως Εθνικού Λαχείου» (Β’ 80) και του Εκτακτου ή Ειδικού Λαχείου που κληρώνεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση Κρατικών Λαχείων (AELLE) του άρθρου 10 του ν. 2515/1997 (Α’ 154).

2. Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εταιρεία ειδικού σκοπού θα συστήνεται είτε: α) ευθύς εξαρχής από αυ­τούς που θα ανακηρυχθούν πλειοδότες του σχετικού διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού είτε β’ από το Δη­μόσιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο ε­δάφιο β’, της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3049/2002 (Α’ 212) ή κατά περίπτωση από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.. Στην ανωτέρω υπό β ‘ περίπτωση μετά την ολοκλήρωση της παραχώρησης με τη σύναψη σχετικής συμβάσεως, οι μετοχές της εταιρείας ειδικού σκοπού θα μεταβιβάζο­νται στους ιδιώτες που θα ανακηρυχθούν πλειοδότες της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

3.  Στην άνω σύμβαση παραχώρησης θα ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα θέματα: το τίμημα για την παραχώρηση, ο τρόπος καταβολής του τιμήματος, τυχόν θέματα αποζημίωσης και ευθύνη των μερών από τη σύμ­βαση, το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση και ο τρόπος επί­λυσης των διαφορών των μερών, η διάρκεια της σύμβα­σης, οι όροι ανανέωσης ή και τροποποίησης της, και οι λόγοι καταγγελίας, οι εν γένει όροι έκδοσης, λειτουρ­γίας και διαχείρισης των λαχείων από τον παραχωρησι-ούχο, όπως ενδεικτικά ο τρόπος καθορισμού της συχνό­τητας των κληρώσεων και η δυνατότητα έκδοσης λαχεί­ων με κέρδος σε είδος, ο καθορισμός της τιμής πώλησης των λαχείων, οι όροι εμπορικής επικοινωνίας του παρα-χωρησιούχου και των πωλητών των λαχείων, οι όροι προστασίας των καταναλωτών, η προστασία προσωπι­κών δεδομένων, η οικονομική διαχείριση των κερδών α­πό την εκμετάλλευση των λαχείων, οι όροι επιλογής των πωλητών των λαχείων και ο καθορισμός της προμήθειας τους, τα γεωγραφικά κριτήρια σημείων πώλησης των λα­χείων, οι όροι επιτήρησης και ελέγχου του παραχωρησιούχου και των πωλητών των λαχείων από το Δημόσιο α­ναφορικά με θέματα που ρυθμίζει η σύμβαση παραχώρη­σης και η εκάστοτε κείμενη νομοθεσία ρύθμισης της α­γοράς τυχερών παιγνίων, όροι προστασίας των συμμετε­χόντων στην κλήρωση των λαχείων και ο τρόπος κατα­βολής των κερδών στους νικητές.

4.  Καταργείται το π.δ. 245/1992 «Στιγμιαίο Κρατικό Λαχείο – Κανονισμός λειτουργίας» (Α’ 135), όπως ισχύ­ει.

5. Ως Στιγμιαίο Κρατικό Λαχείο ορίζεται το λαχείο, στο οποίο το αποτέλεσμα προκαθορίζεται κατά την έκδοση του λαχείου και αποκαλύπτεται από τον παίκτη – αγορα­στή, χωρίς κλήρωση.

 

Άρθρο 42

1. Στο άρθρο 29 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) προστίθε­νται νέοι παράγραφοι 6, 7, 8 και 9 ως εξής:

«6. Στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που απο­κτούν οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, οι συνταξιούχοι από φορείς κύριας ασφάλισης, οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, οι αξιωμα­τικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού που παρέχουν υπηρεσίες σε εμπορικά πλοία και με εξαί­ρεση το εισόδημα της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ΚΦΕ, διενεργείται παρακράτηση από τους εργοδότες ή από τους φορείς που καταβάλλουν κύ­ριες συντάξεις έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγ­γύης του ίδιου άρθρου. Η παρακράτηση διενεργείται κα­τά την καταβολή και υπολογίζεται με συντελεστή μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011. Για την α­πόδοση των ποσών αυτών που παρακρατήθηκαν εφαρ­μόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρ­θρου 59 του ΚΦΕ, όπως ισχύουν. Με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζεται ο τρόπος παρα­κράτησης και ο τρόπος αναγωγής των αμοιβών αυτών σε ετήσιο εισόδημα και γενικά ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετι­κό θέμα που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

7. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ­μόζονται για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2012 μέχρι και 31.12.2014.

8. Οι διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 και των περιπτώσεων α ‘ και γ ‘ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων που επιβάλλεται και βεβαιώνεται στο οικονομικό έτος 2011. Για τα οικονομι­κά έτη 2012-2015 η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του πα­ρόντος άρθρου βεβαιώνεται με βάση τους τίτλους βεβαί­ωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ και εμφανίζεται στο εκκαθαριστικό σημείω­μα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος κάθε οικονομι­κού έτους. Στα ανωτέρω εκκαθαριστικά σημειώματα οι­κονομικών ετών 2013-2015 εμφανίζονται και τα παρα­κρατούμενα ποσά της παραγράφου 6 του παρόντος άρ­θρου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος αποτύπωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τη χρήση 2011 στο εκκαθαριστικό σημείωμα και ο ειδικότερος τρόπος κατα­βολής αυτής.

9.  Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων του παρόντος άρθρου δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ή από το φόρο της κλίμακας του άρθρου 9 του ΚΦΕ.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 83 του ΚΦΕ προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά για τις διαχειριστικές χρήσεις 2012 έως και 2014 στην ίδια βεβαίωση αναγράφονται και τα παρακρα­τούμενα ποσά της παραγράφου 6 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α’ 152).»

3. Στο άρθρο 31 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) προστίθε­νται νέοι παράγραφοι 8 και 9 ως εξής:

«8. Ειδικά για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχεί­ρηση ή επάγγελμα και για το οικονομικό έτος 2012 και ε­πόμενα, το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παρά­γραφο 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ και εμφανίζεται στο εκ­καθαριστικό σημείωμα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος κάθε οικονομικού έτους. Με απόφαση του Υπουρ­γού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία για την επιβο­λή και βεβαίωση του τέλους επιτηδεύματος στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 και της παραγράφου 4 του άρ­θρου 2 του ΚΦΕ για τα ανωτέρω έτη, καθώς και κάθε άλ­λη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρού­σας.

9. Το τέλος επιτηδεύματος του παρόντος άρθρου δεν αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα ή από το φόρο της κλίμακας του άρθρου 9 του ΚΦΕ των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα και δεν εκπίπτει α­πό τα ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων του άρ­θρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ΚΦΕ.»

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 6 του ΚΦΕ καταργούνται. Η κατάργηση έχει εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από την 1.1.2011 και μετά.

5. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 70Α του ΚΦΕ προ­στίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

«Κατ’ εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον η διαφορά υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, η Επιτροπή του παρόντος άρθρου είναι αποκλειστικά αρμόδια για διοικητική επίλυση της διαφο­ράς.»

6α. Στο τέλος του άρθρου 3 του ν. 3130/2003 προστί­θεται νέα παράγραφος 3, ως εξής:

«3. Εφόσον κρίνεται δημοσιονομικά σκόπιμη η συγκέ­ντρωση της στέγασης δημόσιων υπηρεσιών προς εξοικο­νόμηση λειτουργικών δαπανών και προς επίτευξη μισθώ­ματος κατά 50% τουλάχιστον μικρότερου του συνόλου των ήδη επί μέρους καταβαλλόμενων μισθωμάτων ακο­λουθείται η διαδικασία της παρούσας παραγράφου, μετά από εισήγηση του κατά νόμον (άρθρο 3Β του ν. 2362/ 1995, όπως ισχύει) Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρε­σιών του οικείου φορέα και έγκριση του Υπουργών Οικο­νομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού:

α) Η κατά τόπον αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία δημοσι­εύει πρόσκληση με περιεχόμενο αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 7 του παρόντος νόμου. Η πρόσκληση δημοσι­εύεται περιληπτικά στο δικτυακό τόπο των προς στέγα­ση δημόσιων υπηρεσιών ή της Προϊσταμένης ή Εποπτεύ­ουσας Αρχής αυτών, διαφορετικά, σε περίπτωση μη υ­πάρξεως δικτυακού τόπου, σε μία ημερήσια αθηναϊκή ε­φημερίδα, όταν η δημοσίευση αφορά μίσθωση στη χωρι­κή αρμοδιότητα της Περιφέρειας Αττικής ή σε μία τοπική εφημερίδα, όταν αφορά μίσθωση εκτός αυτής. Με την πρόσκληση ορίζονται τα σχετικά με την υποβολή των προσφορών και την εξέταση αυτών και των προσφερό­μενων ακινήτων ως προς την καταλληλότητα, τη θέση, την επιφάνεια, τις ειδικότερες συνθήκες και το ύψος του μισθώματος.

β) Οι προσφορές και τα προσφερόμενα ακίνητα, κατά τον προσδιοριζόμενο με την πρόσκληση χρόνο, εξετάζονται ενώπιον τριμελούς επιτροπής που ορίζεται από την Προϊσταμένη Αρχή ή τον Προϊστάμενο των προς στέγαση υπηρεσιών, μεταξύ άλλων και ως προς την αναγκαία προϋπόθεση της επιτεύξεως μισθώματος συνολικά μέχρι το ήμισυ του ήδη καταβαλλόμενου για τη στέγαση των ίδιων υπηρεσιών. γ) Τα πρακτικά εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών και τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό.» β. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ν. 3130/2003 προστίθεται περίπτωση ζ΄ ως εξής: «ζ) εφόσον μεταστεγαστεί η στεγασμένη υπηρεσία για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού».

γ. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 3130/2003, που φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Μισθώσεις, οι συμβάσεις των οποίων λύονται πρόωρα, σύμφωνα με την περίπτωση ζ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 19, διέπονται από τον παρόντα νόμο ασχέτως του χρόνου σύναψης τους.».

 

Άρθρο 43

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

 

Αθήνα, 27 Οκτωβρίου 2011

 

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

 

Αθήνα, 27 Οκτωβρίου 2011

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.